«Ψυχολογία :έρευνα & εφαρμογές»
Νοέμ, 2019
Tόμος 2, Τεύχος 5, ISSN: 2623- 3673
κωδικοποίηση [271, 278-281]. Η βλάβη αυτή μπορεί να αφορά
ιδιαίτερα την προφορική μνήμη [94, 282]. Ευτυχώς, έχει αποδειχθεί
ότι οι γνωστικές αυτές ανεπιθύμητες ενέργειες δεν φαίνεται να είναι
σημαντικός λόγος για τη διακοπή της θεραπείας με λίθιο [283,
284]. Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία που διαφωνούν με την
πρόταση ότι το λίθιο προκαλεί σημαντική νευρογνωσιακή
δυσλειτουργία [285]. Τα εν λόγω δεδομένα υποστηρίζουν ιδίως
δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο χρόνο αντίδρασης [69] και στις
εκτελεστικές λειτουργίες [221]. Επιπλέον, μια μελέτη δεν εντόπισε
στοιχεία για νευρογνωσιακή επιδείνωση σε διάστημα 6 ετών σε
δείγμα ασθενών με ΔΔ που έλαβαν λίθιο [276].
Συνολικά, φαίνεται ότι το μέγεθος του νευρονοητικού ελλείμματος
που σχετίζεται με τη θεραπεία με λίθιο είναι μικρό και ίσο με 0,30
[8]. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την άμεση λεκτική μάθηση και μνήμη
(0.24), τη δημιουργικότητα (0.33) και την ψυχοκινητική ταχύτητα
(0.62). Η καθυστερημένη προφορική μνήμη, η οπτική μνήμη, η
προσοχή και η εκτελεστική λειτουργία ενδέχεται να μην
επηρεάζονται καθόλου [286]. Τα δεδομένα για την πιθανή
επιβλαβή δράση των αντιψυχωσικών και των αντιεπιληπτικών στη
νευρογνωσία είναι σπάνια και αλληλοσυγκρουόμενα [268, 287,
288]. Το βαλπροϊκό και η καρβαμαζεπίνη μπορεί να προκαλέσουν
έλλειμμα στην προσοχή [289]. Η τοπιραμάτη, η οποία είναι ένας
παράγοντας που δεν χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ίδιας της
ΔΔ, αλλά χορηγείται συχνά σε ασθενείς με σκοπό τη θεραπεία
διαταραχής κακοποίησης συνυπάρχουσας ουσίας ή την απώλεια
βάρους, προσβάλλει την προφορική μνήμη, την προσοχή,
προκαλεί ψυχοκινητική επιβράδυνση και προσβάλλει την εύρεση
λέξεων ακόμη και σε πολύ χαμηλές δόσεις (25-50 mg/ημέρα). Το
έλλειμμα αυτό είναι αναστρέψιμο μετά τη διακοπή του φαρμάκου
[277, 290]. Γενικά, τα νευροληπτικά προκαλούν έλλειμμα στην
παρατεταμένη προσοχή και στην οπτικοκινητική ταχύτητα [291].
Επιπλέον, ακόμη και μετά τον έλεγχο των κλινικών
χαρακτηριστικών, η τρέχουσα αντιψυχωσική θεραπεία σχετίζεται
με χειρότερες επιδόσεις σε όλες τις δοκιμασίες εκτελεστικής
λειτουργίας, καθώς και στην προφορική μνήμη μάθησης και
αναγνώρισης και στη σημασιολογική ροή σε ασθενείς με ΔΔ [41,
197, 292]. Σε µία µελέτη δεν διαπιστώθηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες όσον αφορά τη ρισπεριδόνη [293] , ενώ σε µια άλλη
µελέτη διαπιστώθηκε ότι τα έτη έκθεσης σε αντιψυχωσικά φάρμακα
σχετίζονται µε την ανεπάρκεια των εκτελεστικών λειτουργιών [108].
Δεν είναι σαφές εάν το έλλειμμα αυτό αποτελεί πραγματική
ανεπιθύμητη ενέργεια της φαρμακευτικής αγωγής ή είναι συνέπεια
της εκδήλωσης ψυχωτικών συμπτωμάτων, για τη θεραπεία των
οποίων συνταγογραφήθηκαν αντιψυχωσικά. Συνολικά, έχει
αποδειχθεί ότι τα φάρμακα έχουν ελάχιστες αν όχι καθόλου
ανεπιθύμητες ενέργειες στη νευρογνωστική λειτουργία [294], [295-
297]. Αντιθέτως, φαίνεται να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ κακής
συμμόρφωσης στη θεραπεία και νευρογνωστικής δυσλειτουργίας,
αλλά οι αιτιώδεις συνέπειες αυτών των ευρημάτων είναι αβέβαιες.
Δεν είναι σαφές εάν η κακή συμμόρφωση στη θεραπεία οδηγεί σε
χειρότερη νευρονοητική απόδοση μέσω της επιδείνωσης της