Το τέλος του κόσμου | Page 159

Το τέλος του κόσμου πόδια και παραλίγο να σωριαστεί στην άσφαλτο αλλά την τελευταία στιγμή ξαναβρήκε την ισορροπία του. Ο θώρακάς του πονούσε σα να ήταν έτοιμος να σκιστεί στα δύο. Ήξερε όμως πως έπρεπε να συνεχίσει. Θα τελείωνε αυτό τον αγώνα. Λίγα μέτρα ακόμα. Ο σφυγμός του σφυροκοπούσε στα αυτιά του, η καρδιά του κόντευε να εκραγεί. Ένα βήμα ακόμα. Θα τα κατάφερνε! Τη στιγμή που περνούσε τη γραμμή του τερματισμού μπόρεσε επιτέλους να δει καθαρά τα τεράστια γράμματα επάνω στο πανό. Έγραφαν απλά “Το τέλος του κόσμου”. Η φράση φάνηκε πεντακάθαρη στο οπτικό του πεδίο. Μόλις μπόρεσε να τη διαβάσει σα να ξεκαθάρισαν όλα μέσα του. Σωριάστηκε ανάσκελα στην άσφαλτο ούτε ένα μέτρο μετά το τέρμα. Απέμεινε ακίνητος να παρατηρεί το γαλάζιο του ουρανού. Ήταν το τέλος του δικού του κόσμου. Το ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία. Είχε έρθει η ώρα. Δυο τρία σύννεφα περπατούσαν βιαστικά προσπαθώντας να διασχίσουν τον ορίζοντα. “Προς τι τόση βιασύνη;” αναρωτήθηκε. Όλη του τη ζωή βιαζόταν. Δε μετάνιωνε για τίποτα άλλο παρά μόνο που δεν καρτερούσε περισσότερο σε κάποιες στιγμές, κάποιες περιστάσεις. Τις είχε προσπεράσει βιαστικά χωρίς να τις πολυκαταλάβει και αυτό είχε πληγώσει τους δικούς του ανθρώπους. “Η ζωή μου” σκέφτηκε “μέσα σε αυτή την απεραντοσύνη είναι σαν τα σύννεφα. Περνά και χάνεται στον ουρανό κι έπειτα θα έρθουν άλλα σύννεφα να τον διασχίσουν”. Κάπου μέσα του προσευχήθηκε σε αυτό που τον περίμενε εκεί πίσω από τον ορίζοντα, να πάρει συγχώρεση από τους ανθρώπους που είχε πληγώσει. Η αναπνοή του είχε αρχίσει να γίνεται πιο αργή. Δεν τον πείραζε. Τίποτα δεν τον πείραζε πια. Ο κόσμος γύρω του είχε αποκτήσει ένα απρόσμενο βάθος. Αισθανόταν το απαλό αεράκι να τον χαϊδεύει, ένιωθε την άσφαλτο να στηρίζει το γέρικό κορμί του, άκουγε τα πουλιά να κελαϊδούν. Όλα περιβάλλονταν από μία απίστευτη ομορφιά. Το τελευταίο σύννεφο εγκατέλειπε τον ουρανό. Το ένιωθε να χάνεται όπως σιγά σιγά χανόταν και ο ίδιος. Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα για την τόση ομορφιά που αισθανόταν. Γιατί κανείς ποτέ δεν του είχε πει πως θα ήταν όλα τόσο όμορφα; Άφησε την τελευταία του ανάσα γεμάτος δέος και ευγνωμοσύνη για αυτό που έζησε και εκείνο που τον καρτερούσε. *** 159