Το τέλος του κόσμου | Page 157

Το τέλος του κόσμου Νάνσυ Γιαννάκη Ο αγώνας δρόμου έφτανε στο τέλος του. Είχε ήδη αρχίσει να βλέπει το τέρμα. Επιτέλους! Δεν ήταν σίγουρος ότι θα άντεχε πολύ ακόμα. Η ανάσα του είχε αρχίσει να γίνεται κοφτή, το στήθος του είχε βαρύνει, το πόδια του τον πονούσαν. Ένιωθε πως για κάθε βήμα έπρεπε να σέρνει τον εαυτό του προς τη γραμμή τερματισμού. Πλέον έβλεπε το τέρμα να μεγαλώνει όλο και περισσότερο στο οπτικό του πεδίο. Ένα μεγάλο πανό κρεμόταν από πάνω του. Κάτι έγραφε αλλά δεν μπορούσα να το διακρίνει ακόμα. “Περίεργο!” σκέφτηκε. Τα γράμματα φαίνονταν να είναι τεράστια αλλά για κάποιο λόγο τα έβλεπε να χορεύουν μπροστά στα μάτια του χωρίς να παίρνουν καθορισμένο σχήμα. Μάλλον έφταιγε η πολύωρη κόπωση. Όταν θα έφτανε λίγο πιο κοντά θα μπορούσε να τα διακρίνει καλύτερα. Σίγουρα θα ήταν κάποιο εμψυχωτικό μήνυμα από τους χορηγούς προς αυτούς που ολοκλήρωναν τον αγώνα. Μα πόσο ακόμα; Είχε την εντύπωση πως έτρεχε για αιώνες. Ο ιδρώτας κυλούσε στη ραχοκοκαλιά του και πότιζε το βαμβακερό του μπλουζάκι. Είχε πλησιάσει αρκετά τώρα και ακόμα αλλά ακόμα δεν μπορούσε να διακρίνει τι έγραφε το πανό. Πάντα περηφανευόταν ότι είχε οξύτατη όραση. Οι φίλοι στο πανεπιστήμιο τον πείραζαν συχνά λέγοντας πως μπορούσε να διακρίνει μύτη βελόνας σε απόσταση χιλιομέτρων. Κι όμως τώρα… Οι φίλοι στο πανεπιστήμιο; Η σκέψη του δημιούργησε μία απροσδιόριστη ανησυχία. Αλήθεια, θα είχαν έρθει άραγε να τον δουν; Κοίταξε τριγύρω ενώ περνούσε τρέχοντας από την καθορισμένη διαδρομή του αγώνα. Που ήταν όλοι; Δεξιά και αριστερά πίσω από τις προστατευτικές κορδέλες που χώριζαν τους αθλητές από τους θεατές δεν υπήρχε κανείς. Κάπου στο βάθος άκουγε πουλιά να κελαηδούν, το κελαρυστό ήχο από κάποιο ρυάκι λίγο πιο πέρα, τον αέρα που περνούσε ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων κάνοντας τα να θροϊζουν. Την ανάσα του που έβγαινε όλο και πιο δύσκολα. Πέρα από αυτό… Τίποτα! Η ανησυχία άρχισε να γίνεται έντονο άγχος. Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Προσπάθησε να θυμηθεί που γινόταν ο αγώνας. Στάθηκε αδύνατο. Ήταν σαν μία πυκνή ομίχλη να κάλυπτε όλες 157