επαναπροσδιορίζεται διαρκώς ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματώνεται , περιλαμβάνοντας όχι μόνο την ικανότητα του ατόμου να κατανοεί ένα προφορικό ή γραπτό κείμενο , αλλά να στέκεται κριτικά απέναντι σε διαφορετικούς τύπους λόγου ή να παράγει διαφορετικά είδη κειμένων επιλέγοντας τα κατάλληλα είδη συμβάσεων με σκοπό την επίτευξη των κοινωνικών του στόχων ( Χατζησαββίδης 2011 ).
Από τις παραπάνω προσεγγίσεις , στον χώρο της διδασκαλίας μιας δεύτερης / ξένης γλώσσας , ιδιαίτερα η κειμενοκεντρική προσέγγιση ( genre approach ) συμπλήρωσε την επικοινωνιακή αναδεικνύοντας τον επικοινωνιακό ρόλο του γραπτού κυρίως λόγου , αφού κατέδειξε τη σχέση της δομής του περιεχομένου αλλά και του ύφους ενός κειμένου με τον κοινωνικό του ρόλο . Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής τα κειμενικά είδη θεωρούνται κοινωνικές κατασκευές με διαφορετική δομή , η οποία διαμορφώνεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά παράγονται και τον σκοπό τον οποίο επιδιώκουν ( Ματσαγγούρας 2004 ). Τα κειμενικά είδη εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες και αναπτύσσουν διαφορετική δομή και συμβάσεις : κάποια είναι καταλληλότερα για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής και κάποια άλλα για τις ανάγκες της διοίκησης , της επιστήμης και της τεχνολογίας . Η πρόσβαση στα τελευταία θεωρείται προϋπόθεση πρόσβασης ενός ατόμου στις πολυποίκιλες μορφές εξουσίας γι ’ αυτό και είναι σημαντικό να διδαχθεί η δομή τους , οι συμβάσεις τους , οι λεξικογραμματικές επιλογές και ο τρόπος οργάνωσης όλων αυτών των στοιχείων που εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο στόχο τους ( Ματσαγγούρας 2004 ), κάτι που στη διδασκαλία αξιοποιείται λιγότερο στα αρχικά και περισσότερο στα πιο προχωρημένα επίπεδα γλωσσομάθειας .
Οι παραπάνω προσεγγίσεις , μεταγενέστερες της επικοινωνιακής , εμπλούτισαν τη γλωσσική διδασκαλία , η οποία στην πράξη συνήθως δεν ακολουθεί αυστηρά μόνον ένα μοντέλο , χωρίς να καταργήσουν την επικοινωνιακή προσέγγιση : αντίθετα τη συμπλήρωσαν και τη διεύρυναν . Έτσι στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων θα μπορούσε να πει κανείς ότι σήμερα ο στόχος μια επικοινωνιακής προσέγγισης είναι τελικά η κατανόηση της κοινωνικής-σημειωτικής διάστασης της γλώσσας , η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την καλλιέργεια της ικανότητας ενός ατόμου να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί κατάλληλα έναν αριθμό γλωσσικών ποικιλιών και κειμενικών ειδών ( genres ), ανάλογη με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση και τους κοινωνικούς στόχους που θέλει να επιτύχει . Αυτή η καλλιέργεια μπορεί να οδηγήσει σε έναν κριτικό γραμματισμό ( Τσιπλάκου , Χατζηιωάννου & Κωνσταντίνου 2006 ) ιδιαίτερα σε προχωρημένα επίπεδα γλωσσομάθειας . Η επικοινωνιακή προσέγγιση ενσωματώνοντας στοιχεία από παλαιότερες και νεότερες γλωσσοδιδακτικές μεθόδους παραμένει η καταλληλότερη για τη διδασκαλία μιας ξένης / δεύτερης γλώσσας .
2α . Επικοινωνιακή ικανότητα
Στο πλαίσιο προσεγγίσεων που θέτουν στο κέντρο τους την ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας του ατόμου και προσανατολίζουν τη διδασκαλία της γλώσσας στη δράση , προσέγγιση που υιοθετείται και από το ΚΕΠΑ ( Συμβούλιο της Ευρώπης 2008 ), οι χρήστες αλλά και οι σπουδαστές μιας γλώσσας γίνονται αντιληπτοί ως « κοινωνικοί παράγοντες », με άλλα λόγια μέλη μιας κοινωνίας που καθημερινά και σε όλους τους τομείς της προσωπικής , δημόσιας και επαγγελματικής τους ζωής καλούνται να διεκπεραιώσουν καθήκοντα ( τα οποία ίσως και να μην σχετίζονται με τη γλώσσα ) σε συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα . Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων χρησιμοποιούν τη γλώσσα επιτελώντας έτσι γλωσσικές πράξεις ( π . χ . παράκληση , εντολή , αναζήτηση πληροφοριών , ευχαριστίες ,
Μ . Κοκκινίδου - Λ . Τριανταφυλλίδου , ΣΝΕΓ ΑΠΘ , 2017 5