Δεχόμενοι οι Ρώσοι την Βυζαντινή Ορθοδοξία έμαθαν καλά από τους ΈλληνεςΡωμιούς-Βυζαντινούς ότι τα δόγματα είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λειτουργικό
κάλλος, με μουσική, με ψηφιδωτά και αγιογραφίες. Τις πλευρές αυτές των Βυζαντινών οι
Ρώσοι του Κιέβου τις αγάπησαν και τις ανέπτυξαν. Ο Καθεδρικός Ναός που έκτισε ο
Ιαροσλάβος στο Κίεβο, το λαμπρό αυτό μνημείο βυζαντινής τέχνης, αφιερώθηκε στην
«Αγία Σοφία» και διακοσμήθηκε από τους καλύτερους Έλληνες δασκάλους του είδους,
που ήταν δυνατόν να βρεθούν (1037-1046). Η «Μονή των Σπηλαίων» στο Κίεβο,
υιοθέτησε το τυπικό της Μονής του Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι έγιναν
καλοί μαθητές στις όψεις εκείνες της Χριστιανικής Πίστης, που απαιτούν διαισθητική
εμπειρία της αλήθειας και της ομορφιάς. Και εφόσον στον χριστιανισμό της Ανατολής η
εικονογράφηση και η τιμή των Αγίων Εικόνων προϋποθέτει πολύ σωστά την θεολογία
της ενανθρωπίσεως του Σωτήρος, η επιτυχής αυτή εισαγωγή βυζαντινής Τέχνης είχε
παραπάνω από αισθητική σημασία.
Ο θρίαμβος του «Παλαμισμού» στο Βυζάντιο δημιούργησε έργα λαμπρά στην
ορθόδοξη ρωσική ψυχή. Ο Θεοφάνης ο Έλληνας υπήρξε στενός φίλος του Επιφανίου
του Σοφού, του συγγραφέα του Βίου του αγίου Σεργίου. Ο Επιφάνιος επαινεί τον
Θεοφάνη για το πνευματικό, μεταφυσικό ύφος του. «Όχι μόνο δεν υπάρχει ασυμβίβαστο
στις θέσεις του Γ. Παλαμά», γράφει ο Ρώσος ιστορικός της βυζαντινής τέχνης
Μ. Alpatov, «την τέχνη του Θεοφάνη του Έλληνα και του Andrej Rubljov, αλλά σαφώς
καλλιτέχνες, θεολόγοι, αγιογράφοι και μοναχοί Έλληνες και Ρώσοι βαπτίζονταν και
ανήκαν στο ίδιο καλλιτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον». Αλλά και στο κοινωνικό πεδίο,
οι Ρώσοι πολιτικοί ηγέτες, μετά τον εκχριστιανισμό τους, έμειναν αφοσιωμένοι στο
Βυζάντιο και επιζητούσαν να γίνουν γαμπροί του Βυζαντίου. Ο νεώτερος γιος του
Ιαροσλάβου ήθελε επίμονα να γίνει «βυζαντινός», γι’ αυτό και παντρεύτηκε την κόρη του
Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου (1046). Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Βλαδίμηρος,
που θα παίξει σπουδαίο πνευματικό ρόλο στο Κίεβο και θα γίνει το σύμβολο της
βυζαντινής αυτοκρατορικής κληρονομιάς στη Ρωσία.
Μια πρόσφατη δήλωση του πατρός Τύχωνος, λαμπρού θεολόγου στην Ιερά Μονή
Σρίτενσκυ στη Μόσχα αξίζει να αναφερθεί ως κατακλείδα αυτής της περιληπτικής
ιστορικής αναδρομής, γιατί δείχνει κατάδηλα αυτό το δεσμό Βυζαντίου και Ρωσίας. «Ο
ρωσικός ορθόδοξος λαός, παρά τους φοβερούς διωγμούς, που υπέστη από τους
άθεους δεν απώλεσε την πίστη του, δεν πρόδωσε την Ορθοδοξία, που έλαβε από το
Βυζάντιο πριν χίλια χρόνια». Αυτό αποδείχνεται στη ζωή και το έργο του κορυφαίου
σύγχρονου αγίου και λαμπρού επιστήμονος καθηγητού της χειρουργικής,
αρχιεπισκόπου Λουκά Συμφερουπόλεως, του οποίου η μνήμη εορτάζει κατ’ αυτάς κάθε
ορθόδοξη ψυχή.
Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη Ρωσία ως τον 14ο αιώνα
Στο ιστορικό προσκήνιο του Βυζαντίου το όνομα Ρως εμφανίστηκε για πρώτη
φορά σε δυτική πηγή του 839, όταν μαζί με πρεσβεία του αυτοκράτορα Θεοφίλου προς
το Λουδοβίκο τον Ευσεβή ταξίδεψαν και Ρως εφοδιασμένοι με επιστολή του Θεοφίλου.
Όμως, σε βυζαντινές πηγές αναφέρονται για πρώτη φορά με αφορμή τη ρωσική
επίθεση στην Κωνσταντινούπολη του 869, όπου και παρουσιάζονται ως έθνος βάρβαρο
και απολίτιστο. Ο κίνδυνος, τον οποίον εκπροσωπούσαν, οδήγησε σε προσπάθεια
προσεταιρισμού τους δια της θρησκευτικής διπλωματίας. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη
11