σύνθεσή τους καθόριζε τη ζωή της βυζαντινής κοινωνίας, στην ελληνική φιλολογική
κληρονομιά και στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, χωρίς αυτά τα ουσιαστικά στοιχεία ο
βυζαντινός τρόπος ζωής στους Ρώσους θα ήταν αδιανόητος», γράφει ο εκ των
κορυφαίων βυζαντινολόγων G. Ostrogorsky.
Οι επαφές που τόσο ζωντανά περιγράφει ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο
Πορφυρογέννητος στο De administrando Imperio απόκτησαν μια εντελώς νέα σημασία
όταν η Ρωσία δέχτηκε από το Βυζάντιο τη θρησκευτική της πίστη, την εκκλησιαστική
ιεραρχία, τη φιλολογία σε μετάφραση, την τέχνη, την πνευματική της ιδεολογία, την
προβολή του «Αγίου» ως αξία και σκοπό της ζωής, την αξιόλογη συγγραφική και
κοινωνική δράση των Πατέρων της Εκκλησίας, τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες.
Ιεροεξεταστές, συγχωροχάρτια και παποκαισαρικές τρομοκρατίες δεν θα βρούμε στο
Βυζάντιο. Όποιες κι αν είναι οι σκιές στην ιστορία του, το Βυζάντιο έχει βγάλει χώρες από
την βαρβαρότητα και έχει διδάξει την εκλέπτυνση των ηθών. «Για χίλια τόσα χρόνια»
υποστηρίζει ο αντικειμενικός και ακριβοδίκαιος Ρώσος βυζαντινολόγος καθηγητής πατήρ
Ιωάννης Meyendorf, «η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου πνευματικού
φωτός». Το Βυζάντιο ασκούσε πάνω σε όλους τους Σλάβους μια μαγεία, που κανένα
χριστιανικό κέντρο της Δύσης δεν μπορούσε να συναγωνιστεί.
Η Πριγκίπισσα Όλγα του Κιέβου, μητέρα του Σβιατοσλάβου ασπάστηκε αμέσως τον
Χριστιανισμό. Σε μια επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτή με τιμές από τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ (957). Ο εγγονός της Βλαδίμηρος, γιος του Σβιατοσλάβου,
ακολούθησε το παράδειγμά της. Όχι μόνο βαφτίστηκε ο ίδιος προσωπικά, αλλά έκανε
τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Ρωσίας. Ο Βλαδίμηρος έγινε και γαμπρός του
Βασιλείου του Β΄ παίρνοντας σύζυγό του την Άννα αδελφή του βυζαντινού
αυτοκράτορα.
Παρά τις άστοχες, ανιστόρητες και κακόβουλες θέσεις μερικών «ιστορικών», η
προσέλευση των Ρώσων και λοιπών Σλάβων στον Χριστιανισμό και τα δόγματα της
Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα ελεύθερης
επιλογής των ίδιων.
Στο ρωσικό «Πρωινό Χρονικό», που γράφτηκε στο Κίεβο τον 11ο αιώνα -κύρια πηγή
ιστορικής μνείας για την ύπαρξη της Ρωσίας ως έθνος- γενεές Ρώσων διάβαζαν την
έκθεση των απεσταλμένων του Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη. Αφού
παρακολούθησαν την Ορθόδοξη βυζαντινή Θεία Λειτουργία στον Ι. Ναό της του Θεού
Σοφίας, μετέφεραν στον Βλαδίμηρο οι Πρέσβεις τις εντυπώσεις τους· «Μας οδήγησαν σε
κτίρια όπου λάτρευαν το Θεό τους -εννοούν την Μεγάλη Εκκλησία της Αγ. Σοφίας- και
δεν γνωρίζουμε αν ήμασταν στον Ουρανό ή στην γη. Επειδή στην γη δεν υπάρχει τέτοια
λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε.
Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους». Έτσι ο
φιλομαθής φιλόθεος και φιλάγιος ιερός Φώτιος πέτυχε, με την ιεραποστολή της
Μοραβίας και το έργο των μαθητών -φίλων του Κυρίλλου και Μεθοδίου- οι Ρώσοι να μη
αντιμετωπίσουν γλωσσικό φραγμό και να ασπασθούν αμέσως τον Ορθόδοξο
Βυζαντινό χριστιανισμό, που διευρύνθηκε γρήγορα όχι μόνο στους Σλάβους της
Βαλκανικής, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό,
διατηρώντας την οικουμενική σημασία του.
10