πρόσεχες. Εκείνα όμως που μοσχομυρίζανε στο κάψιμό τους ήσαν τα θυμάρια κι οι
ξερές αλισφακιιές σαν λαχαίνανε.
Δεν χρησιμεύανε μονάχα στ΄άναμμα του φούρνου τα κλαδιά. Οι πιο πολλές
νοικοκυρές μαγείρευαν μ΄αυτά, έκαμναν όμορφο τηγάνισμα, μόνο που δεν
μπορούσες να ξεφύγεις δίπλα από τη φωτιά.
Τα δοκιμάσανε μέσα στον πόλεμο, τότε που αναγκαστικά στραφήκαμε στην μάνα γη,
και σπέρναμε όλοι, θερίζαμε, αλέθαμε, ζυμώναμε, φουρνίζαμε κι είχαμε τα κλαδιά
για όλα, ακόμα και για φωτισμό, σαν το δελτίο του πετρελαίου κατάντησε
ανύπαρκτο. Ένα δεμάτι κλαδιά στοίχιζε παραπάνω από το μεροκάματο μιας
εργάτριας.
Υπήρχαν γυναίκες κείνο τον καιρό, πούχανε το κουράγιο στις καλές μέρες να
πηγαίνουνε και δυο φορές στην ίδια μέρα. Να τα πουλήσουν για να βγάλουν πιο
πολλά χρήματα, σαν τις έζωνε η φτώχεια.
Μικρή κόρη, θυμούμαι τη Φουκαΐνα, μια χωριανή παπόμεινε χρήρα με τρία παιδιά
γιατί ο άντρας της έσκασε στο σφουγγάρι, που μας έφερνε ταχτικά τα κλαδιά στο
σπίτι.
Τη θαύμαζα μαζί και τη λυπόμουνα σαν την έβλεπα να φτάνει φορτωμένη το
πελώριο βαρύ δεμάτι με το κεφάλι σκυφτό, υποταγή στη μοίρα της γυναίκας του
νησιού, υποταγή ενσυνείδητη, θυσιαστική, και να τ΄απιθώνει σιγά σιγά στον τοίχο
της αυλής.
Σαν έμπαινε μέσα στο σπίτι και καθότανε να ξαποστάσει, τριγύριζα κοντά της,
μάρεσε ν΄ακούω τη μυρουδιά από τα θυμάρια π’ ανάδινε ολάκερη, παρατηρούσα τα
χοντρά ποδήματα που φορούσε, το φαρδύ μεσοφούστανο το παρδαλό και την
πουκαμίσα ως πάνω κλειστή και τον χοντρό άσπρο φουτά, που τον άλλαζε σε λίγο
με το κανονικό μαύρο τσεμπέρι.
Απαραίτητα έπρεπε να τη ρωτήσω : “από πού έφερες Φουκαΐνα τα κλαδιά;” γελούσε
κουρασμένα.
– Α κόρη μου, σήμερις ήπηα (πήγα) ψο πέρα ‘που (από) τον άη Φώτη. Όξω στον
Τράσηλα μακριά κι ήκαμα δύο στράτες. Ηβγαλα πολλά πολλά, ήκαμα το πρώτο
δεμάτι ήφερά το κι ηξανάπηα κι ήφερα και το άλλο. ‘Που τη νύχτα που
τυρανιούμαι…
Είχε πάντα και κάποια ιστορία να πει για στοιχειά, για καλομοίρες, που με το
κράξιμο του πετεινού φεύγαν μακριά. Εκείνη δεν σκιαζότανε γιατί κρατούσε πάντα
πάνω της ψωμί, φορούσε κι ένα μικρό κοκάλινο σταυρόα αγιοταφίτικο, για το
“γκίξιμο” (=το άγγιγμα από το φάντασμα).
Πλάϊ στη μορφή της γυναίκας Καλυμνιάς που κουβαλεί στον ώμο τη στάμνα το νερό,
θά πρεπε να λαξευτεί κι η μορφή της κλαοφόρας, γιατί λαξεμένη στέκει στο νου κια
την καρδιά πολλών.
-Όταν θυμούμαι τη μάνα μου, τη φέρνω πάντα μπροστά μου μ΄ένα δεμάτι κλαδιά
στο κεφάλι. έλεγε με περισσή συγκίνηση και σεβασμό Καλύμνιος επιστήμων.