λίγο στους ώμους, και πάνω από κει έμπαινε πια το σωστό δεμάτι. Κατάλληλος έπρεπε να είναι κι ο τόπος που θα δεναν το δεμάτι για να μπορέσουν να το σηκώσουν. Διαλέγανε συνήθως μια προεξοχή του βράχου, στεκόντουσαν από κάτω κι έτσι πιο εύκολα πια μπορούσαν να το σηκώσουν κρατώντας από κάτω με τα δυο χέρια το σχοινί να μην πέσει. Κι άρχιζε τότε η κατηφόρα μέσα από μικρά μονοπάτια που πάνω στα τραχειά ψηλά βουνά κι αυτά χανόντουσαν ή δεν υπήρχαν ολωσδιόλου. Η αυγή που μόλις ρόδιζε πέρα στην ανατολή, το γλυκό αέρι του βουνού δρόσιζε μάγουλα παρθενικά ή και ρυτιδωμένα από τον αγώνα της ζωής, γιατί δέν έλειπαν σ΄αυτή τη δουλειά οι παντρεμένες, οι ώριμες, ακόμη κι οι ηλικιωμένες που κρατιόντουσαν. Πολλές ήταν εκείνες που γύριζαν πριχού( προτού) τις δει του ήλιου το μάτι και το καυχιούνται σήμερα. Ξεχώριζε από μακριά η συνοδεία με το επιβλητικό τους παράστημα που γινότανε υπερφυσικό με το δεμάτι ψηλά. Αργά και που να σταθούν να ξαποστάσουν, να κουμπίσουν το δεμάτι σε κάποιο τοίχο ψηλωμένο, να δαγκάσουν καμμιά μπουκιά ξερό ψωμί, να πιουν λίγο νερό και να κόψουν κμανένα σύκο χλωρό αν λάχαινε ξωτάρικο χτήμα στο δρόμο τους, και να ξανάμπουνε στη στράτα τους, για να φτάσουν στην ώρα τους, πριν ξυπνήσει το σπιτικό τους. Το δεμάτι σαν ερχότανε, έμπαινε μέσα στ΄αμπάρι πού ταν κάτω από τον κράββατο, στο κατώϊ. Μονάχα μέσα στο καλοκαίρι, που δεν υπήρχε κίνδυνος βροχής μπορούσε να μείνει έξω πρόχειρα στην αυλή. Μέσα στο χειμώνα το βαρύ δεν μπορούσαν να πάνε στα κλαδιά. Έπρεπε να μην βρέχει, μα και να μην φυσά αγέρας δυνατός που μπορούσε εύκολα να τις ρίξει κάτω. Κι έτσι κουμπανιάριζαν την εποχή που ο καιρός ήταν κατάλληλος. Το καλοκαίρι έπρεπε να γίνουν τα συκοΰρια, που χρειαζόντουσαν πολλά δεμάτια κλαδιά. Όταν τα σύκα μαζευόντουσαν, απομέναν τα κλαδιά και τ’ αποθηκεύανε για τις βροχερές μέρες του χειμώνα, μια και ήταν από τ΄απαραίτητα εφόδια του κάθε σπιτικού. Ό, τι λογής καιρός και να τανε έπρεπε κάθε Σάββατο νανάψει ο φούρνος με τα κλαδιά για να ψηθούν τα ψωμιά και να βγουν μοσχοβολισμένα απ΄τα θυμάρια, και πιο πολύ η πίττα που φαγωνότανε πρώτη εκείνη φρέσκια, ζεστή και δεν κοβότανε το ψωμί, να μη φύγει μάνι μάνι από την πρώτη μέρα, γιατί ήταν κακονοικοκυροσύνη. Κείνο τ΄άναμμα του φούρνου, ολόκληρη ιεροτελεστία. Ένα ένα να πετιέται μέσα το κλαδί κι ανάλογα με το είδος να ξεπετιέται η φλόγα και να σου θυμίζει τη βιβλική“ κάμινο του πυρός την καιομένην”… Πιο δυνατή, πιο μεγάλη φλόγα δίνανε τα χινοπόδια, μα και πόσο σουβλερά τ΄αγκάθια τους, κοντά-κοντά. Σε τρυπούσανε πάντα όταν τα μετάπιανες όσο και να