Διαδραστικό Βιβλίο Υλικού Ορθόδοξης Κατασκήνωσης Καλύμνου 2018 ΟΜΑΔΑ 4Η - ΘΕΟΦΡΟΝΕΣ -ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ | Page 13

μια αγκαλιά το καθένα και χινοπόδια. Πάντα συντροφιαστά ξεκινούσαν για τα κλαδιά, τρεις τέσσερις μαζί ή και παραπάνω, ποτέ μια μοναχή της. Πώς να ξεκινήσει μοναχή της, αφού ήταν ακόμη νύχτα, τρεις ή τέσερεις το πρωΐ κι ο πετεινός δεν είχε λαλήσει να διαλύσουν τα στοιχειά; Διπλό καλό η συντροφιά: δεν γουλιούσανε( δε φοβόντουσαν), μα και βοηθούσε η μια την άλλη στο σήκωμα του δεματιού. Πολλοί ήσαν οι τόποι που μπορούσαν να βγάλουν όμορφα κλαδιά, μα όλοι μακρινοί, δύσκολοι, χωρίς ούτε ούτε ένα μονοπάτι: το βουνό του Προφήτη Ηλία, ο Μηλιανός, η Σέλλη, ο δρόμος ο παλιός του Βαθύ, η βουνοπλαγιά των Βοθύνων, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Τράχηλα κι άλλοι ακόμη. Αντιλαλούσαν τα βουνά από τα τραγούδια όταν πηγαίνανε οι κλαοφόρες στα κλαδιά. Ξεχνούσαν έτσι το φόβο τους στην ερημιά, κι όλο και κάποιο μαράζι έφευγε και χανότανε μαζί με τάστρα που σβήνανε ένα ένα όσο πλησίαζε η αυγή: Το φεγγαράκι ρώτηξε και τάστρα να σου πούνε πώς κλαίνε τα ματάκια μου όταν σε θυμηθούνε Με το φεγγάρι περπατώ με τ΄άστρι κουβεντιάζω κι αμερινός μαρώτηξε τί έχω κι αναστενάζω Πώς να μην αναστενάξει η κλαοφόρα, ιδιως σαν ήταν καλοκαίρι και πάντα κάποιος θάλειπε στο σφουγγάρι. Αν δεν ήταν ο άντρας, θαταν ο αδελφός, θαταν το γειτονόπουλο με τον φουτνωτό καρέ( = τα φουντωτά αντρικά μαλλιά) και τα γεροδεμένα μπράτσα, που την είχε απαντήσει στο δρόμο, σαν ερχόταν φορτωμένη στον ώμο με τη λαΐνα(= στάμνα) από την ανηφοριά των πηγαδιών. Σαν έφταναν στον προορισμό τους, άρχιζε πια να ξημερώνει και ξεχώριζαν καθαρά γύρω τους. Τότε, σκόρπιζε η συντροφιά, και κάθε μια με τη βοήθεια της αξίνης πουχε πάρει μαζί της, άρχιζε να βγάζει τα κλαδιά πούσαν ριζωμένα βαθειά στις πέτρες μέσα στις αγκυλωτές( στα σπιρούνια) κι έπρεπε να καταβάλει δύναμη στο ξερίζωμά τους( στο νέσπασμα). Μα και να μην ήταν τάχα το βγάλσιμο μονάχα η δουλειά; Έπρεπε κατόπιν να μαζευτούν όλα κοντά για να γίνουνε δεμάτι, κι εδώ ήταν όλη η τέχνη της κλαοφόρας: να κάμει όμορφο δεμάτι μεγάλο με κλαδιά μεγάλα, να το δέσει γύρω – γύρω με το σκοινί πουχε κουβαλήσει ζωσμένο στη μέση της, για να μπορέσει να τά κουμπήσει πάνω στο κεφάλι και να μην διαλύσει σ΄όλη τη μακρινή διαδρομή πού χε να κάμει.
Σώρευε λοιπόν τα κλαδιά σ΄ ένα μέρος, τά κανε πρώτα μικρές αγκαλιές, πάντα με τις ρίζες προς τα μέσα αντικριστά και τις στοίβαζε κοντά τη μια στην άλλη, δυο τρεις σειρές, ώστε να πάρει το δεμάτι το κανονικό του μέγεθος. Χώρια από το κυρίως δεμάτι, άφηναν πάντα μια αγκαλιά, το προσώμι, που την τοποθετούσαν πίσω στο λαιμό τους και