μια αγκαλιά το καθένα και χινοπόδια . Πάντα συντροφιαστά ξεκινούσαν για τα κλαδιά , τρεις τέσσερις μαζί ή και παραπάνω , ποτέ μια μοναχή της . Πώς να ξεκινήσει μοναχή της , αφού ήταν ακόμη νύχτα , τρεις ή τέσερεις το πρωΐ κι ο πετεινός δεν είχε λαλήσει να διαλύσουν τα στοιχειά ; Διπλό καλό η συντροφιά : δεν γουλιούσανε ( δε φοβόντουσαν ), μα και βοηθούσε η μια την άλλη στο σήκωμα του δεματιού . Πολλοί ήσαν οι τόποι που μπορούσαν να βγάλουν όμορφα κλαδιά , μα όλοι μακρινοί , δύσκολοι , χωρίς ούτε ούτε ένα μονοπάτι : το βουνό του Προφήτη Ηλία , ο Μηλιανός , η Σέλλη , ο δρόμος ο παλιός του Βαθύ , η βουνοπλαγιά των Βοθύνων , του Αγίου Κωνσταντίνου , του Τράχηλα κι άλλοι ακόμη . Αντιλαλούσαν τα βουνά από τα τραγούδια όταν πηγαίνανε οι κλαοφόρες στα κλαδιά . Ξεχνούσαν έτσι το φόβο τους στην ερημιά , κι όλο και κάποιο μαράζι έφευγε και χανότανε μαζί με τάστρα που σβήνανε ένα ένα όσο πλησίαζε η αυγή : Το φεγγαράκι ρώτηξε και τάστρα να σου πούνε πώς κλαίνε τα ματάκια μου όταν σε θυμηθούνε Με το φεγγάρι περπατώ με τ΄άστρι κουβεντιάζω κι αμερινός μαρώτηξε τί έχω κι αναστενάζω Πώς να μην αναστενάξει η κλαοφόρα , ιδιως σαν ήταν καλοκαίρι και πάντα κάποιος θάλειπε στο σφουγγάρι . Αν δεν ήταν ο άντρας , θαταν ο αδελφός , θαταν το γειτονόπουλο με τον φουτνωτό καρέ ( = τα φουντωτά αντρικά μαλλιά ) και τα γεροδεμένα μπράτσα , που την είχε απαντήσει στο δρόμο , σαν ερχόταν φορτωμένη στον ώμο με τη λαΐνα (= στάμνα ) από την ανηφοριά των πηγαδιών . Σαν έφταναν στον προορισμό τους , άρχιζε πια να ξημερώνει και ξεχώριζαν καθαρά γύρω τους . Τότε , σκόρπιζε η συντροφιά , και κάθε μια με τη βοήθεια της αξίνης πουχε πάρει μαζί της , άρχιζε να βγάζει τα κλαδιά πούσαν ριζωμένα βαθειά στις πέτρες μέσα στις αγκυλωτές ( στα σπιρούνια ) κι έπρεπε να καταβάλει δύναμη στο ξερίζωμά τους ( στο νέσπασμα ). Μα και να μην ήταν τάχα το βγάλσιμο μονάχα η δουλειά ; Έπρεπε κατόπιν να μαζευτούν όλα κοντά για να γίνουνε δεμάτι , κι εδώ ήταν όλη η τέχνη της κλαοφόρας : να κάμει όμορφο δεμάτι μεγάλο με κλαδιά μεγάλα , να το δέσει γύρω – γύρω με το σκοινί πουχε κουβαλήσει ζωσμένο στη μέση της , για να μπορέσει να τά κουμπήσει πάνω στο κεφάλι και να μην διαλύσει σ΄όλη τη μακρινή διαδρομή πού χε να κάμει .
Σώρευε λοιπόν τα κλαδιά σ΄ ένα μέρος , τά κανε πρώτα μικρές αγκαλιές , πάντα με τις ρίζες προς τα μέσα αντικριστά και τις στοίβαζε κοντά τη μια στην άλλη , δυο τρεις σειρές , ώστε να πάρει το δεμάτι το κανονικό του μέγεθος . Χώρια από το κυρίως δεμάτι , άφηναν πάντα μια αγκαλιά , το προσώμι , που την τοποθετούσαν πίσω στο λαιμό τους και