Αιθέρια παράθυρα-5ος τόμος 2019 αιθέρια παράθυρα- 5ος διαγωνισμός | Page 73

Τον διέκοψα: «Συγγνώμη μήπως ξέρετε που είναι η μαμά μου;» Ακόμα και τώρα την χρειαζόμουν. Έστω να την δω. Να ακούσω μια λέξη της έστω και αρνητική. Απλά ήθελα να είναι εδώ. Σηκώθηκε. Γύρισε και έκανε ένα νεύμα σε μια νοσοκόμα. Εκείνη ήρθε κοντά μου και μου έδωσε το χέρι της να σηκωθώ. Δεν κουνήθηκα. Πονούσα. Ένας γιατρός έφερε το φορείο. Με σήκωσαν. Η νοσοκόμα με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Πώς σε λένε γλυκιά μου» με ρώτησε. «Άννα» της απάντησα απότομα. «Άννα μου θυμάσαι γιατί σταμάτησες εδώ;» και τότε της εξήγησα για το φως. Εκείνο το φως που σε σώζει. Εκείνο το φως που για μερικούς ανθρώπους είναι η μόνη ευτυχία τους. Εκείνο το φως που προσφέρει το κλειδί για την ευτυχία. Εκείνο το φως που είναι η λύτρωση. Μπήκαμε στο ασθενοφόρο και οι πόρτες έκλεισαν. Σκέψεις, μυστικά, ενοχές. Όλα τα συναισθήματα περνούσαν από το μυαλό μου, όταν ξαφνικά σταμάτησαν. Σταμάτησα να είμαι εγώ… Θυμήθηκα. Θυμήθηκα γιατί με σιχαινόμουν. Γιατί με μισούσα. Αυτός. Αυτός που κατηγορούσα και έλεγα κτήνος. Αυτός….με είχε βιάσει… Κοκκίνισα. Ήθελα να φωνάξω, μα φωνή δεν έβγαινε. Δάκρυσα. Θύμωσα. Κοπάνησα το χέρι μου στο φορείο. Και ύστερα πάγωσα. Γιατί; Γιατί να ζούμε; Γιατί εμείς και όχι κάποιος άλλος. Μας τιμωρούν; Ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Αλλά ποιανού η συμβουλή θα ακύρωνε αυτό που ήδη είχε γίνει. Να μιλάς μου λένε συνέχεια. Μην τα κρατάς μέσα σου. Να μιλάς. Και τώρα εδώ μόνη μου σε ποιόν να μιλήσω; Για αυτό δημιούργησα τη Μαρίνα. Η κοπέλα που μου κράτησε συντροφιά. Ήταν ένα κομμάτι φαντασίας αναμεμειγμένο με μία δόση αλήθειας. Μιλούσα με την Μαρίνα. Μιλούσαμε πολύ για μια βδομάδα περίπου στο νοσοκομείο. [73]