Στέκομαι στην προκυμαία
ΚΆΛΟΜΟΙΡΑ ΜΟΥΣΤΑΚΑ α3 ΙΩΑΝΝΑ ΣΩΤΗΡΑΚΗ α3
76
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Στέκομαι στην προκυμαία του λιμανιού στη Σμύρνη με ένα μπογαλάκι στο χέρι μόνο με τα απαραίτητα και σκέφτομαι :
Τι είναι αυτοί οι καπνοί ; Γιατί τρέχουν όλοι πανικόβλητοι ; Η μαμά γιατί με άφησε εδώ μόνο μου να περιμένω το καράβι ; Μήπως θέλει να φύγουμε από τη Σμύρνη μας ; Αυτό είναι , θέλει να φύγουμε . Όμως , γιατί έχω μόνο αυτά τα πράγματα ; Ξέχασα τα παιχνίδια μου . Τι θα κάνω χωρίς αυτά ; Λες να πάμε κάπου και να μην ξαναγυρίσουμε εδώ ; Πω Πω δεν αντέχω άλλο ! Γιατί δε μου λένε τι έγινε ;
Ξαφνικά άκουσα έναν ήχο . Το καράβι έφτασε , πάω να φωνάξω τη μαμά , μήπως και μου πει που πάμε . Μα πού είναι ; Έχω ψάξει όλη τη γειτονιά . Πάλι άκουσα το κάλεσμα του καραβιού μαζί με μια γνώριμη φωνή να λέει : Τρέχα , τρέχα να σωθείς η Σμύρνη καίγεται ! Έτρεξα στο λιμάνι και μπήκα στο καράβι . Με το που μπήκα στο καράβι αναρωτήθηκα λίγο , ποιανού ήταν αυτή η φωνή , πού βρισκόταν η μαμά μου … Ύστερα συλλογίστηκα τι έκανε ο πατέρας μου και έφυγε τόσο βιαστικά .
Μετά από αρκετή ώρα το καράβι έριξε άγκυρα σε ένα άγνωστο για μένα λιμάνι . Κοίταξα γύρω μου μα η μητέρα μου δεν ήταν πουθενά . Άρχισα να απελπίζομαι …
Έπειτα από έναν πολύωρο περίπατο φτάσαμε σε κάτι φτωχικές και μικρές καλύβες , « πρόχειρη στέγαση » άκουσα να λένε … Τότε άκουσα πάλι την ίδια φωνή να μας καλεί . Συνειδητοποίησα πως οι γονείς μου είχαν χαθεί , δεν ήταν πλέον μαζί μας .
Για την πόλη μου …
Σμύρνη μου , πόλη μου χάθηκες , κοιμήθηκες βαθιά , σε έκοψαν , σε μαύρισαν , τα τούρκικα σπαθιά .
Χαμένη στον καπνό , κοιτάζω πίσω μου , μα τίποτα δεν έμεινε να δω .
Φοβάμαι , τρέμω και πονώ , αλήθεια την πατρίδα μου για πάντα αφήνω εγώ ;
ΑΝΤΏΝΗΣ ΣΈΠΟΣ α6
Σφιχτά το χέρι της μάνας μου κρατώ , και έχω μέσα μου ατέλειωτο κενό . Άραγε πού θα ξημερωθώ ; Ποιας πόλης το χώμα , από εδώ και πέρα θα πατώ ;
ΜΑΡΊΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΎΛΟΥ α4