Joomag 2017 ένα περιοδικό δημιουργικής γραφής από μαθητές | Page 29

Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου , πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα , κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει :— Μαργή , της είπε , τραγούδηξε . Της έδινε την άδεια , μπροστά σε τόσους άντρες , να τραγουδήσει κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος3 . Δεν ξέρω γιατί , είχα θυμώσει έκαμα να τρέξω στη μάνα μου , σα να ’ θελα να την προστατέψω μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω . Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη , γυάλιζε το πρόσωπό της , σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές , σήκωσε το λαιμό , και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά , της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της . Κι άρχισε ... τι φωνή ήταν εκείνη , βαθιά , γλυκιά , λίγο βραχνή , όλο πάθος μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα . Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε , για ποιον την είπε αργότερα , σα μεγάλωσα , κατάλαβα . Τραγουδούσε με τη γλυκιά , γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα : Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες ! Γύρισα πέρα τα μάτια , να μη βλέπω τον κύρη , να μη βλέπω τη μάνα , πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα . ( 1961 )

Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου , πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα , κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει :— Μαργή , της είπε , τραγούδηξε . Της έδινε την άδεια , μπροστά σε τόσους άντρες , να τραγουδήσει κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος3 . Δεν ξέρω γιατί , είχα θυμώσει έκαμα να τρέξω στη μάνα μου , σα να ’ θελα να την προστατέψω μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω . Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη , γυάλιζε το πρόσωπό της , σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές , σήκωσε το λαιμό , και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά , της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της . Κι άρχισε ... τι φωνή ήταν εκείνη , βαθιά , γλυκιά , λίγο βραχνή , όλο πάθος μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα . Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε , για ποιον την είπε αργότερα , σα μεγάλωσα , κατάλαβα . Τραγουδούσε με τη γλυκιά , γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα : Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες ! Γύρισα πέρα τα μάτια , να μη βλέπω τον κύρη , να μη βλέπω τη μάνα , πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα . ( 1961 )