Joomag 2017 ένα περιοδικό δημιουργικής γραφής από μαθητές | Page 28
[…] Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της , να γελάει και να χαίρεται , σαν όταν θα ’ ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη . Πρωτομαγιά , είχαμε πάει σ ’ ένα χωριό , στη Φόδελε1 , γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές , να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση . Οπόταν , άξαφνα , σφοδρή νεροποντή ξέσπασε , γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης , κι αυτή κακάριζε , άνοιγε και δέχουνταν τ ’ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της . Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες2 του χωριού , με τις γυναίκες τους και τις κόρες , στο μεγάλον οντά του κουμπάρου , η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών , ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα . Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα , τα κρασιά , τα ρακιά κι οι μεζέδες , πήρε να βραδιάζει , άναψαν τα λυχνάρια , οι άντρες ήρθαν στο κέφι , οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός , πλήθαιναν οι βροντές , τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια , κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν , είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε , πότιζε , κάρπιζε τη γης .
[…] Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της , να γελάει και να χαίρεται , σαν όταν θα ’ ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη . Πρωτομαγιά , είχαμε πάει σ ’ ένα χωριό , στη Φόδελε1 , γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές , να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση . Οπόταν , άξαφνα , σφοδρή νεροποντή ξέσπασε , γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης , κι αυτή κακάριζε , άνοιγε και δέχουνταν τ ’ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της . Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες2 του χωριού , με τις γυναίκες τους και τις κόρες , στο μεγάλον οντά του κουμπάρου , η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών , ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα . Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα , τα κρασιά , τα ρακιά κι οι μεζέδες , πήρε να βραδιάζει , άναψαν τα λυχνάρια , οι άντρες ήρθαν στο κέφι , οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός , πλήθαιναν οι βροντές , τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια , κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν , είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε , πότιζε , κάρπιζε τη γης .