«Ψυχολογία :έρευνα & εφαρμογές»
Νοέμ, 2019
Tόμος 2, Τεύχος 5, ISSN: 2623- 3673
είναι σαφές εάν υπάρχουν ή όχι υπολειπόμενα συμπτώματα, ποια
είναι η πολικότητά τους και αν αυτά ευθύνονται για το έλλειμμα που
παρατηρείται κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Η συνολική αρνητική
επίπτωση της φαρμακευτικής αγωγής είναι μικρή και περιπλέκεται
από τα συγκεκριμένα κλινικά συμπτώματα, για τα οποία
χρησιμοποιείται φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία τους. Αυτό
ισχύει ιδιαίτερα για τα αντιψυχωσικά σκευάσματα και τα ψυχωσικά
συμπτώματα. Παρόλο που η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι
ασθενείς με ΔΔ-II αποδίδουν καλύτερα από αυτούς με ΔΔ-I αλλά
χειρότερα από τους υγιείς μάρτυρες, η βιβλιογραφία έχει δείξει ότι
από ποσοτική άποψη, η ΔΔ-II δεν διαφέρει πολύ από την ΔΔ-Ι..
Η έκαστη κλινική πορεία της νόσου φαίνεται να διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο. Μια πορεία που χαρακτηρίζεται από
υπολειπόμενα συμπτώματα, χρονιότητα και έλλειψη ύφεσης
μεταξύ επεισοδίων σχετίζεται με προοδευτική νευρογνωσιακή
ανεπάρκεια. Σημαντική σημασία έχουν οι ανεπιθύμητες ενέργειες
ειδικά των ψυχωτικών συμπτωμάτων, ενώ τα μανιακά επεισόδια
φαίνεται να επηρεάζουν τη νευρονοητική λειτουργία περισσότερο
από ό, τι τα καταθλιπτικά επεισόδια. Η ηλικία, η ηλικία κατά την
έναρξη, η διάρκεια της νόσου και ο αριθμός των επεισοδίων, όχι
μόνο αντανακλούν διαφορετικές αλλά αλληλεπικαλυπτόμενες
πτυχές της συνολικής επιβάρυνσης, αλλά επίσης σχετίζονται με τη
νευρονοητική δυσλειτουργία και την εξέλιξή της. Ωστόσο, τα
στοιχεία είναι ασαφή όσον αφορά το μέγεθος και την πραγματική
φύση αυτής της σχέσης. Η προφορική μνήμη και το έλλειμμα
εκτελεστικής λειτουργίας θα μπορούσαν να είναι οι κεντρικοί
ενδοφαινότυποι της ασθένειας. Ο πιο σημαντικός ενδοφαινότυπος
της
ΔΔ φαίνεται να είναι η αδυναμία αναστολής της ανταπόκρισης.
Ωστόσο, στις περισσότερες οικογενειακές μελέτες, τα μέλη της
οικογένειας που δεν πάσχουν από ΔΔ και δεν έχουν επηρεαστεί
αλλά βρίσκονται σε κίνδυνο εμφανίζουν δυσθυμική ή άλλη
κατάσταση, συχνά οριακής διάθεσης, συνήθως ιδιοσυγκρασιακής ,
και αυτό μπορεί να λειτουργήσει και πάλι ως συγχυτική μεταβλητή.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, η βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι το νευρογνωσιακό
έλλειμμα σε ασθενείς με ΔΔ αφορά σχεδόν όλους τους τομείς με
ελάχιστες εξαιρέσεις. Το μέγεθός του είναι σοβαρό κατά τη
διάρκεια των οξέων επεισοδίων και μεσαίας βαρύτητας κατά τη
διάρκεια της ευθυμίας, ενώ η προέλευση του ελλείμματος
παραμένει ασαφής. Όσον αφορά τη νευρογνωσιακή λειτουργία, οι
ασθενείς με ΔΔ είναι ποσοτικά καλύτεροι από τους ασθενείς με
σχιζοφρένεια, αλλά το ποιοτικό πρότυπο της έλλειψης είναι
παρόμοιο και στις δύο διαταραχές. Δεν υπάρχουν σαφείς διαφορές
μεταξύ των υποτύπων ΔΔ. Το έλλειμμα εμφανίζεται νωρίς κατά τη
διάρκεια της διαταραχής. Τουλάχιστον σε ορισμένους ασθενείς
μπορεί να εμφανιστεί πριν από την έναρξη του πρώτου επεισοδίου
διάθεσης και στην πλειονότητα των ασθενών προχωρά πιθανώς
σχετιζόμενο με την εκδήλωση ψυχωτικών συμπτωμάτων. Η