Το τέλος του κόσμου | Page 90

Το τέλος του κόσμου Γιάννης Φαρσάρης Το τέλος του κόσμου μου Τα παιδιά μας είναι μεγάλα, έχουν φύγει πια φοιτητές. Η γυναίκα μου έχει βγει έξω με κάτι φίλες της κι εγώ δεν είμαι καλά σήμερα. Το κινητό της το ξέχασε πάλι στο σπίτι. Κι εκεί που κάθομαι στη βεράντα μόνος και πίνω, παίρνω στα χέρια μου το κινητό της και στέλνω μήνυμα σ’ όλους τους φίλους μας – καμιά σαρανταριά στο σύνολο. Ο ΚΩΣΤΗΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΣΤΟ ΥΓΕΙΑ Μετά το κλείνω, το χώνω στην τσέπη και μπαίνω στο αυτοκίνητο για μια βόλτα. Στο ραδιόφωνο παίζει ένα τραγούδι του Μάιλς Ντέιβις. Σταματώ για ένα σουβλάκι στην καντίνα του Ανέστη, ρεύομαι και δυο μπίρες και παίρνω τον δρόμο για το «Υγεία». Λίγο πριν φτάσω, σταματάω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κι αγοράζω ένα μπέρμπον και καμιά εικοσαριά ποτηράκια πλαστικά. Έξω από την Εντατική είχε κόσμο πολύ. Σε μια γωνιά βλέπω τους φίλους μου να έχουν κάνει πηγαδάκι και να συζητούν νευρικά. Εμφανίζομαι μπροστά τους σοβαρός. «Ρε Κωστή, είσαι καλά; Η γυναίκα σου…» «Ήθελα να δω πόσοι θα ’ρθετε. Εγώ έστειλα το μήνυμα σε καμιά σαρανταριά καριόληδες για να δω πόσοι θα παρατήσετε τα πάντα για να έρθετε». Κοιτάχτηκαν, μετρήθηκαν και βγήκαν οκτώ. Είδα το βλέμμα τους και μ’ έπιασε γέλιο σπαστικό. Έβγαλα απ’ τη νάιλον τσάντα το μπέρμπον και τους γέμισα με τη σειρά τα ποτηράκια να πιουν στην υγειά μου. Όση ώρα γέλαγαν με το αστείο μου, έβγαλα και πάλι το κινητό της γυναίκας μου από την τσέπη και έστειλα μήνυμα στους υπόλοιπους: Ο ΚΩΣΤΗΣ ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕ. Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ ΣΤΙΣ 4 ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ. 90