Το τέλος του κόσμου | Page 42

Το τέλος του κόσμου ο Πόρος κι αρχίζει και τη φιλά φιλιά μέσα από τους αγκώνες και πίσω από τα γόνατα και μέσα στα μαλλιά και βάζει το χέρι του βαθιά στο στήθος της και τη φιλά ξανά κι όλοι σηκώνονται κι όλοι φιλούν. Και να ‘τοι τώρα ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου χάνονται φιλιά στα μάτια και ζουπήγματα οι αγαπημένοι μου, έχουνε μπλέξει ο ένας μες στον άλλον πόδι χέρι δεν ξεχωρίζεις ποιανού είναι τί και λικνίζονται και μυρίζονται και ταχταρίζονται και φιλιούνται και χαϊδεύουν και μουσκεύουν κι όλο «αγάπη μου» κι όλο «μωρό μου» κι όλο «μανάρι μου» κι όλο «παιδάκι μου» κι όλο «ψυχή μου» κι όλο «καρδούλα μου» κι όλο «μωρό μου». Και παίρνει μονάχο του μπρος το ραδιοφωνάκι «μεγαλειώδης εμφάνιση για τον Παπαϊωάννου αγαπητοί ακροατές» κι ύστερα «πέτα το πια που να μην κλείσει» κι αρπάζει ο Παναγιωτάκης το ραδιόφωνο και το πετά στη θάλασσα κι όλοι φωνάζουν «ένα! Δύο! Τρία!» ως το δεκαοχτώ μετρούν, δεκαοχτώ γκελ έκανε το ραδιοφωνάκι κι ύστερα μπλουμ βούτηξε κι ύστερα ωπ ανέβηκε και να το επιπλέει. Επιπλέει και πάει αρμενίζει βαρκάκι ραδιόφωνο και μεταδίδει τα νέα της ΑΕΚ στα ψαράκια και στα χταπόδια κι όλο μακραίνει και όλο πάει και όλο χάνεται. Στρώνει τα μαλλιά της η γιαγιά και σκουπίζει τα μάτια της με το μαντίλι και ο Χρήστος που κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού και βλέμμα δε μου ‘ριξε ως τώρα ο άτιμος πιάνει το ακορντεόν και ανάβει ο μπαμπάς μου ένα τσιγάρο στην άλλη ζωή και πάλι θα καπνίζουμε. Και τραγουδούν. Αυτό που λέει «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα». Δύση σχεδόν, η θάλασσα λάδι και υγρασία λίγη «και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα», λέει η γιαγιά του παππού «σε αγαπώ» κι η άλλη γιαγιά που παππού δεν έχει πενήντα χρόνια τώρα γέρνει στην άδεια καρέκλα και λέει «αχ πουλάκι μου» αποκοιμήθηκε ο μπέμπης της Εύας και σκαλίζει ο Πόρος μια φιγούρα πάνω στον άσσο σκέτο του μπαμπά σα μαχαιριά πηγαίνουν κι έρχονται τα δάχτυλα του Χρήστου στο ακορντεόν δύση σχεδόν «μάτια μου» λέει η μαμά κι ούτε Αγγέλοι και ούτε χερουβείμ κι ούτε κανένας Άγιος κατέβηκε κι ούτε καμμιά πύλη άνοιξε, πανδαισία τίποτα, σάλπιγγες τίποτα, τίποτα χρώμα, ούτε λευκό εκτυφλωτικό μονάχα αυτό το γαλάζιο γύρω μας της δύσης των Κυκλάδων καλέσματα πουθενά δέντρα τίποτα ούτε νερά, πύλη, είσοδος, βασίλεια τίποτα, κήπος κανένας. «Σ’ αγαπώ μανάρι μου, το ξέρεις δεν το ξέρεις;» 42