Το τέλος του κόσμου | Page 41

Το τέλος του κόσμου Μακρύ ορθογώνιο τραπέζι, καρέκλες τριάντα έξι βάλε και τους πεθαμένους, στημένοι όλοι μπροστά στη θάλασσα. Κυρίως μπεζ και λευκά κι εντάξει όσοι δεν είχαν φοράνε ό,τι είχαν δε θα τους φάμε δα κιόλας και βγαίνουν τα γλυκά. Ένα που το λένε «μπισκοτόγλυκο» κι ένα άλλο «γιαουρτόγλυκο» κι ένα άλλο «μωσαϊκό». Γελάνε και τσουγκρίζουνε και πίνουν κι όλο «θυμάσαι βρε τότε που» κι όλο «μήπως τυχόν και ξέχασες εκείνη τη φορά», περνάει ο μπαμπάς το μπράτσο του στον ώμο της μαμάς, μπεζ η μαμά δεν είχε ούτε λευκά, έβαλε πάλι αυτό με τα παράξενα σχήματα που ‘χει βαρκούλες, γραμματάκια και γλάρους, λουλουδάκια και καβούρια και κατάρτια και κεράσια και νοτίτσες και ήλιους και μετράει ο Παναγιωτάκης τα σχήματα που βλέπει δυνατά και λέει «πέντε ήλιοι στης θείας Καίτης το ρομπάκι και γλάροι τρεις κι ένας ο κομμένος τέσσερις κάτω από την αμασχάλη και δώδεκα καβούρια» κι ύστερα βαριέται και δε λέει τίποτα κι ακούγεται ένα «γκουπ» κι είναι ο ζωγράφος απ’ τον Πόρο που ‘χει αναποδογυρίσει κατά λάθος το τασάκι και πετάγεται η αδελφή του μπαμπά «μπα που να μην ξανακαπνίσεις» και γυρνάει το χέρι του ο Πόρος και της σκάει ένα σκαμπίλι όλο δικό της και την παίρνουνε τα αίματα τη θεία και σηκώνεται ο παππούς και αρπάζει απ’ τον γιακά τον Πόρδο και του δίνει μια κουτουλιά και πάρ’ τον κάτω κι όλοι σηκώνονται και δίνουνε σκαμπίλια ο ένας του άλλου και σμπαράλια η σαλτσιέρα και καπέλο η πιατέλα στο κεφάλι της νονούλας και ξεφωνίζουνε και ξεφωνίζουνε και δίνουνε ανάστροφες και δίνουνε μπουνίδια και ανεβαίνουν στο τραπέζι και σκίζουνε ρούχα και πάνε τα πιρούνια και δώσ’ του κλωτσιές κι η θάλασσα λάδι. Άμα λέμε λάδι εννοούμε λάδι η ώρα οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς μία μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο, το βουνό πίσω μας, η δύση του ήλιου πίσω απ’ το βουνό. «Σ’ αγαπώ ρε παιδί μου δεν αντέχω δεν αντέχω θα πεθάνω δε μπορώ σε αγαπάω θα πεθάνω θα πεθάνω» φωνάζει η αδελφή του μπαμπά κι έχει τα χέρια της μέσα από το φόρεμά της και το τραβά και γυρνάει ο Πόρος και γυρνάει ο Πόρδος και παύουν οι φωνές. Και τίποτα. Όλοι εκεί που βρίσκονται μένουν ακίνητοι, αγάλματα τίποτα, ένας πάνω στο τραπέζι, ένας με την καρέκλα στο χέρι έτοιμος να την πετάξει, ένας έχει βάλει κάτω έναν άλλον λίγο και θα τον έπνιγε, άλλος άλλος κάτι άλλο κι αυτός και όλοι ακίνητοι. Και κλαίει η αδελφή του μπαμπά κλαίει και την αρπάζει 41