Το τέλος του κόσμου | Page 40

Το τέλος του κόσμου Μάτα Καστρησίου Πήγαν και ήρθαν. Κουβάλησαν τραπεζομάντιλα, μαχαιροπήρουνα και τα πιο καλά σερβίτσια, κρυστάλλινα, πορσελάνινα, παλιά κομμάτια συλλεκτικά και παλαιότερα, προπολεμικά ενθύμια πιατάκια. Έσπασαν στο κουβάλημα κανά δυο ποτηράκια, συγκρούστηκαν φουριόζοι καθώς ήταν. Τα παιδιά τράβηξαν τις φούστες των μαμάδων, ζήτησαν γλυκό, οι μαμάδες είπαν «μετά το φαγητό», ξανατράβηξαν και ούρλιαξαν, πάτησαν τα κλάμματα, πέσαν χάμω, κυλίστηκαν, οι γονείς δεν τα λυπήθηκαν. Οι άνδρες έβαλαν ξυλαράκια κάτω από το τραπέζι, είπαν «τώρα μάλιστα» και ύστερα από λίγο το τραπέζι άρχισε να κουνάει ξανά, είπαν «μπα που να μη σταθείς» και ύστερα «παράτα το» και ύστερα δε νοιάστηκαν πια. Έφεραν και έστησαν τριάντα έξι καρέκλες γιατί τόσοι ήταν όλοι τους περίπου που θα πει τριάντα έξι μαζί με τους πεθαμένους, παππούδες και θείες χαρωπές, από το 1993 και μετά αρχίσαν να πεθαίνουν. Έψαξαν για ώρα ώσπου επί τέλους βρήκαν το ραδιοφωνάκι και το ‘βαλαν να παίζει. Άκουσαν μια μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα «ο Παπαϊωάννου περνάει μπροστά και δίδει ανέλπιστη χαρά στους θεατάς επιτυγχάνοντας» συγχρονισμένες οι γυναίκες φώναξαν «κλείστο πια που να μην κλείσει». Έβγαλαν τα σακάκια τους και τα ‘ριξαν στις καρέκλες και κάποιοι κάθισαν. Ήρθαν οι γυναίκες και άφησαν πάνω στο τραπέζι γαβάθες με κοκκινιστό. Πήγαν και ήρθαν λίγες ακόμα φορές. Έφεραν τα μακαρόνια μέσα στην πιατέλα κι εκείνο το ξεχασμένο σκεύος που λέγεται «σαλτσιέρα» κι ύστερα η νονά πετάχτηκε και είπε «καλέ τα άνθη Καίτη, τα άνθη βρε κουμπάρα». Πετάχτηκε και σα σίφουνας έτρεξε και ξαναγύρισε μ΄ ένα βάζο γεμάτο λίλιουμ ψηλά ίσα με το μπόι του Παναγιωτάκη. Όλοι κάθισαν. Και ξεκίνησαν. Ξάδερφοι ξαδέρφια κουμπαρούλες κουνιάδος συμπεθέρα μπαμπάς μαμά γιαγιά νονούλα παλιόφιλοι παππούς θείοι και ο μπέμπης της Ρένας και το παράνομο ζεύγος που είναι η αδελφή του μπαμπά μ’ έναν ζωγράφο από τον Πόρο παντρεμένο με τέσσερα παιδιά που δε μας πολυμιλάει γιατί είναι διανοούμενος και δεν ξέρει ούτε τον Παπαϊωάννου ούτε τον Νεστορίδη κι η αδελφή του μπαμπά που τον κοιτάει λες και βγαίνει ο ήλιος μες στο κούτελό του κι αυτός ούτε που της δίνει σημασία, αλλά αυτός ούτε που, κοιτάει πέρα μακριά και ίσια μπρος τη θάλασσα. 40