Το τέλος του κόσμου | Page 27

Το τέλος του κόσμου και τα ξανθά του, μες στο σούρουπο, λάμψαν μαλλιά σαν φλόγα απόκοσμη στη δυνατή μορφή του. Ο άλλος, με το τσιγάρο (πάθος του - ηδονή του) ράθυμα στα χείλη ξεχασμένο ν’ αργοσβήνει, μες στο θάμπος, πάλευε, πείσμων, στο χαρτί στίχων να σπαργανώσει βρέφη και - ιμπρεσιονιστικά - η φιγούρα του σε ντύσιμο κομψότατο (φιλόσοφου φιγούρα ποιητή) στη Θάλασσα κατοπτριζόταν. Κι εγώ, συνθλίβοντας χλωρές στις χούφτες μου τις Δάφνες είδα (για μια στιγμή) τους Βασιλείς να μας κοιτάζουν ξαφνιασμένοι (τους τρεις παρείσακτους στ’ Απόλλωνα τους Τόπους) και ύστερα (μ’ έναν, άηχο, στεναγμό) χλωμοί μες στην Αχλύ να εξαϋλώνονται του νοτισμένου Χρόνου… (Κέρκυρα, Μon Repos) 27