Το τέλος του κόσμου
Έδωσα τον Ορέστη στη Σοφία χωρίς καν να τη ρωτήσω κι εκείνη άπλωσε
μηχανικά τα χέρια δίχως να ξέρει καν πώς να τον πιάσει. Φώναξα στην
Ελένη και της είπα να μπει μέσα στο μαγαζί και να περιμένουν τον
πατέρα τους και άρπαξα το κολιέ από τη βιτρίνα. Ήταν 12.22. Μέσα σε 2
λεπτά είχα φορτώσει δύο παιδιά σε μια άγνωστη σχεδόν, την είχα κλέψει
και έμπαινα στο αυτοκίνητό μου ακούγοντας τα κλάματα και τις φωνές
των παιδιών μου δίχως να μπορώ να σταματήσω.
Είχα φτάσει ήδη στο τρίτο φανάρι με κατεύθυνση την εθνική οδό για
Πειραιά. Θα έπαιρνα το πρώτο πλοίο που έφευγε. Είχα 900 ευρώ να
ξοδέψω. Εισιτήρια ξενοδοχεία και λοιπά. Θα έκλεινα ένα με πρωινό και
με πισίνα από αυτά που δεν διαλέγω ποτέ με τον Πέτρο στις
οικογενειακές μας διακοπές. Με έβλεπα ήδη σε μία από τις πολυτελείς
ξαπλώστρες με μαγιό, εμπριμέ παρεό και το μπλε κολιέ με τα κοχύλια
στο λαιμό. «Θα θέλατε κάτι άλλο κυρία;» θα ρώταγε σχεδόν ερωτικά ο
σερβιτόρος της πισίνας κι εγώ θα του έκανα νεύμα με το χέρι πως δεν
χρειάζομαι τίποτε άλλο απολαμβάνοντας τον δροσερό μου χυμό κάτω
από τη σκιά μιας τεράστιας ομπρέλας.
Ή ώρα είναι 12.55. Ένα χέρι με γραπώνει από το μπράτσο μου σχεδόν
βίαια. Κρατάω σφιχτά τον Ορέστη μην μου πέσει και προχωράω σχεδόν
πλάγια σαν καβούρι. «Έλα, έλα τι κάθεσαι έτσι! Δεν με βλέπεις που έχω
γίνει μούσκεμα; Άλλαζα λάστιχο στη μέση της Κηφισίας, το διανοείσαι;
Έχω παρκάρει πιο πέρα. Τόση κίνηση πια! Τόσος κόσμος! Τόσα
αυτοκίνητα! Λες και κάποιος τους είπε πως ήρθε το τέλος του κόσμου και
ξεχυθήκανε όλοι στους δρόμους μήπως και βρούνε τρόπο να σωθούνε…»
18