Το τέλος του κόσμου | Page 17

Το τέλος του κόσμου 690. Μέση του μήνα. Πληρώνομαι με 900. Μένουν 210 για όλο το μήνα. Βγάλε τα τηλέφωνα. Τη ΔΕΗ. Το σούπερ μάρκετ. Ευτυχώς κρέας έχω ήδη αγοράσει. Ψάρια θα φάμε από τον επόμενο μήνα. Κάτι έχει μείνει και στον Πέτρο. Βγαίνουμε…» Κοίταξα ξανά τη βιτρίνα. Τώρα ήταν 12.10 και ο Πέτρος άφαντος ακόμα χωρίς να πάρει κάποιο τηλέφωνο. Έκανα να βγάλω το κινητό από την τσάντα αλλά σκέφτηκα ότι δεν είχε κανένα νόημα. Είτε θα άκουγα ότι θα αργήσει κι άλλο είτε ότι είναι κάπου κοντά. Ένα και το αυτό. Άσε που αν το έβγαζα από την τσάντα θα έπρεπε να κάνω τις κλασικές στροφές με τα χέρια, αυτές με τη μεγάλη επιδεξιότητα για να μην το πιάσει ο Ορέστης. Θα ερχόταν και η Ελένη και θα ζητούσε τσιριχτά να της βάλω να παίξουν τραγούδια για να χορέψει με αυτό το συνεχόμενο «σε παρακαλώ σε παρακαλώ, μαμά!». Πίεσα αμήχανα την τσάντα να κλείσει λες και το κινητό μπορούσε να βγει από μόνο του και εστίασα και πάλι στη βιτρίνα. Η αντανάκλασή μου στο τζάμι με την αλλαγή της θέσης του ήλιου ήταν πλέον ξεκάθαρη. Κάποτε ήμουν μισή. Τώρα είμαι δύο Άννες μαζί. Προσπάθησα να κάτσω πιο στητή. Έβγαλα τα γυαλιά από το κεφάλι και προσπάθησα να στρώσω τα ιδρωμένα μου μαλλιά. Ύστερα τα φόρεσα και με κοίταξα πάλι. Στο σημείο που καθόμουν το κολιέ της βιτρίνας έπεφτε ακριβώς στον λαιμό μου. Το συνδύαζα με μια λερωμένη από γάλα χακί μπλούζα, ένα τζιν που θέλω να πλύνω από προχτές και με υπέροχα γκρι αθλητικά που έχουν τρυπήσει. Θα έβαζα πέδιλα μόλις έκανα το πρώτο (και τελευταίο μου) πεντικιούρ του καλοκαιριού. Μα το υπόλοιπο των 210 μού απαγόρευε να βγάλω τα αθλητικά από τα πόδια μου γι’ αυτό το μήνα. «Μαζί με τα ψάρια» μονολόγησα και γέλασα χαιρέκακα. Τώρα πλέον ήταν 12.20. Ο Πέτρος πήρε τηλέφωνο, η τσάντα άνοιξε, ο Ορέστης το τράβαγε από τα χέρια μου στριγγλίζοντας και η Ελένη φώναζε να βάλω μετά τραγούδια τραβώντας την μπλούζα μου και βγάζοντας σε κοινή θέα για πολλοστή φορά το σουτιέν μου. Η Σοφία περίμενε στην πόρτα να της απαντήσω κοιτάζοντας με ένα μικρό χαμόγελο τα παιδιά χωρίς να ξέρεις αν θέλει να τα διώξει ευγενικά επειδή δεν αντέχει άλλο τη φασαρία τους ή αν προβάρει τον εαυτό της στο πώς θα χαμογελάει κάποτε στα δικά της παιδιά. Νομίζω πως μου είπε ότι έμεινε από λάστιχο. Νομίζω πως μου είπε στη μέση της Κηφισίας. Νομίζω πως μου είπε πως θα αργήσει σίγουρα κάνα μισάωρο. 17