Το τέλος του κόσμου | Page 147

Το τέλος του κόσμου III, Πάνος Κεφαλάς Λόενγκριν Παρί Γκαρ ντε Λυών 27-9-15 Ώρα άφιξης 20.00. Έτσι μας είχαν ενημερώσει οι σταθμάρχες στο σταθμό Κορναβίν της Γενεύης. Λογικά θα είναι 20.00 γιατί δεν νιώθω τον ήλιο να καίει το πρόσωπο μου. Εγώ το μόνο που μπορώ με βεβαιότητα να αισθανθώ είναι ότι τρεις ώρες δεν κουνήθηκα από τη θέση που με έβαλαν να καθίσω. Θα φτάσω. Έρχομαι, ψιθύριζα. “Μου είχες πει μαζί θα ζήσουμε!” Οι φωνές του πλήθους κυριαρχούν στο σταθμό. Νιώθω ότι έξω στις αποβάθρες έχει μαζευτεί κάθε λογής «πατριώτης» για να δει από κοντά αυτούς που έβγαλαν τα πολιτικά και με τις γαλάζιες τους στολές, με τα μαύρα μικρά γενάκια τους και τις μαύρες χοντρές πίπες στο χέρι και ένα όπλο παραμάσχαλα κίνησαν για τη Μονς για να μπορούν αυτοί ελεύθεροι τώρα να μας υποδεχτούν φορώντας τα καλά τους και να τραγουδούν τη Madalon. Σηκώθηκα από τη θέση μου, βάσταξα το όπλο μου και μπήκα στη σειρά, αναμένοντας τη διαταγή της αποβίβασης. Ευτυχώς ένιωθα μπρος και πίσω μου κάποιον και κατάφερα να προχωρήσω σιγά σιγά προς τις φωνές του πλήθους. “Κρατήσου από τη λαβή και δώσε μου το χέρι σου”, μου είπε μια απαλή γυναικεία φωνή. Με βοήθησε να κατέβω. Αγνόησα τις χαρές του πλήθους που στο αριστερό μου αυτί αντηχούσαν σαν καμπάνες και απομακρύνθηκα από το φαγητό που μοσχοβολούσε. Προχώρησα μερικά βήματα, προσπαθώντας να βρω ησυχία. Άγγιξα έναν τοίχο και κάθισα κάτω. Τριγύρω μου θαρρώ πρέπει να ήταν ένα μπουλούκι σαν και του λόγου μου ψυχές σακατεμένες. Έσκυψα το κεφάλι μου και το άφησα να κρυφτεί μέσα στο παλτό μου. Με τα χέρια έκλεισα τα αυτιά μου. Δεν ήθελα να τους ακούω. Δεν άντεχα άλλο να τους ακούω να πονάνε. 147