Το τέλος του κόσμου
Κωνσταντίνα Βασιλειάδου
Ήταν μια λέξη που τρυπούσε το μυαλό. Όλους τους τρόμαζε κι όλους τους
σκίαζε. Δεν υπήρχε επιστροφή μετά απ’ αυτό το κυνηγητό της σκέψης.
Έμπαινε ύπουλα τα βράδια από τις κλειστές μπαλκονόπορτες, χωνόταν
κάτω από τις κλειδωμένες εισόδους των σπιτιών κι αν ήσουν πιο τυχερός
κάποια βράδια δεν σε πετύχαινε αφήνοντάς σε όμως με αγωνία για την
ύπουλη επιστροφή της. Καμιά φορά χάνονταν κάτω από το βάρος της
κούρασης, κρέμονταν μετέωρη στα νυσταγμένα βλέφαρα του
ανθρώπου, τελικά κατρακυλούσε στα όνειρα και ανακάτευε εκεί το νου.
Ήταν μια λέξη που τη μέρα δεν ακούγονταν καθαρά, σκορπούσε
ανάμεσα στο θόρυβο και τη φασαρία της πόλης. Τότε ήταν που πείσμωνε
και γινόταν πιο ενοχλητική. Εκμεταλλεύονταν τις μικρές στιγμές ησυχίας
ανάμεσα στα διαλλείματα ξεκούρασης των ανθρώπων και διατάρασσε
ανελέητα την ηρεμία τους. Δημιουργούσε μια βουτιά στην αβεβαιότητα
και ύστερα σου άφηνε μικρά κενά για να πάρεις ανάσες. Σαν μια
κατάδυση στη θάλασσα που μετράς δευτερόλεπτα να βγεις στην
επιφάνεια, να ρουφήξουν φρέσκο αέρα τα πνευμόνια σου.
Ήταν μια λέξη επίπονη. Καρφί και τρύπα μαζί. Δεν γύρευε νικητές,
λαχταρούσε για ηττημένους. Όταν στο μέτρημα της έμενε πίσω ξεσπούσε
με απίστευτο μένος για το επόμενο θύμα. Απότομα, σκληρά και
φρικαλέα μετέτρεπε τον άνθρωπο σε θήραμα και ξέσκιζε τη σκέψη του.
Κάποιοι αγωνίζονταν ηρωικά. Ελάχιστοι τα κατάφεραν. Τα δίχτυα που
έστηνε ήταν ύπουλα. Κρατούσε καλά τις μνήμες, τις πληγές και τις
επιθυμίες όσων βασάνιζε στα χέρια της. Αν σε έπιανε στον ιστό, αυτό
ήταν το χειρότερο. Σε υποχρέωνε σε ένα αέναο ταξίδι κυκλικής
διαδρομής όπου το μυαλό υποταγμένο παραδίνονταν στα τερτίπια της.
Ζούσες με την κάθε αρχή να συναντά το ίδιο τέλος και το κάθε τέλος την
ίδια αρχή.
Ξημέρωσε. Ξυπνώ. Το ίδιο όνειρο. Μια μέρα της ξέφυγα, μια μέρα την
κέρδισα. Ανοίγω τις μπαλκονόπορτες. Με χτυπά ένα δροσερό αεράκι.
Ξεκλειδώνω την είσοδο του σπιτιού. Βγαίνω για τη δουλειά, ο ήλιος με
τυφλώνει. Σήμερα θα της ξεφύγω. Εσένα ποια είναι η δική σου λέξη;
Εμένα η ΜΟΝΑΞΙΑ. Το τέλος αυτού του κόσμου.
146