Το τέλος του κόσμου | Page 127

Το τέλος του κόσμου Πάνος Κεφαλάς Φεβρουάριος του 1916. Αγαπημένη μου. Έλαβα εχθές το τελευταίο για πάντα γράμμα σου. Μέσα στις σελίδες των απλών γραμμάτων σου, η λέξη Να σ΄ αγαπάς ηχεί σαν τη σειρήνα που μου τρυπάει τα αυτιά κάθε πρωινό που βγαίνω στο κατάστρωμα για να ρουφήξω τη δόση μου από τον καπνό της Ανατολής. Να σ΄ αγαπάς, μια λέξη που το να μπροστά το μισώ, σαν τούτο τον πόλεμο που βιώνω. Πόσο εύκολο είναι να είσαι εγωιστής κι αντί για το σ΄ να βάζεις ένα ερωτηματικό Μ΄ - Μ΄ αγαπάς; ή καλύτερα ένα υπερήφανο Σ΄ αγαπώ!!!!!! Να σ΄ αγαπάς, είναι πλέον αργά. Μπάρκαρα για το ύστερο μου ταξίδι. Όταν γυρίσεις πίσω δεν θα βρεις τίποτα, παρά μερικά βιβλία μου, μερικές αλλαξιές κι ένα βάζο με κρίνα. Εχθές, φύγαμε από το λιμάνι, παρέα με τους γλάρους που κυνηγούσαν το καράβι μας στην έξοδο από το λιμάνι. Καθόμουν και παρατηρούσα τον ήλιο που άνοιγε τα μάτια σου στο βάθος, ενώ ξωπίσω μου χανόταν η φασαρία της Στρατιάς. Προσευχόμουν να φύγουμε από το λιμάνι. Δεν άντεχα άλλο εκεί. Πνιγόμουν μέσα στο πλήθος και τους μπελάδες των ορμών. Μια μάζα από μεθύστακες που ολημερίς ξεφορτώνουν εφόδια κι έπειτα ο μεσάζων τους οδηγεί στο βαρδάρη για μια σάρκα. Στο καράβι είμαστε μια σαλάτα και εμείς. 3 Τόμυδες, 4 Ζουάβοι, 2 Ανναμίτες, 2 Έλληνες, 10 Πουάλοι και ένας Ιταλός. Από όλους συμπαθώ περισσότερο τους Τόμυδες. Καλά παιδιά, που άμα πιουν τους κάνεις ότι θέλεις. Τον Ιταλό δεν τον χωνεύω καθόλου, μιας και περπατά συνεχώς με ένα στιλέτο μαζί του. Τα βράδια κάποιοι κλείνονται στις κουκέτες τους γιατί φοβούνται τους Ζουάβους. Λένε ιστορίες ότι κλέβουν και αρπάζουν παιδιά και τα τρώνε. Εγώ δεν τους φοβάμαι. Άλλωστε είμαι πιο μαύρος στη ψυχή από ότι αυτοί στο χρώμα. Εχθές ρίξαμε κλήρο για τα μαγειρεία. Μα από το φόβο όλων μας μην κληρωθεί κανένας Ανναμίτης και δεν μείνει ποντίκι για ποντίκι στο πλοίο, θα αναλάβει ο Ιταλός και στη σκέψη της τέρψης το στομάχι μου ήδη χοροπηδά από χαρά. Πριν αποχαιρετήσω την Ανατολή για πάντα, 127