Το τέλος του κόσμου | Page 151

Το τέλος του κόσμου Εύη Πανίκου Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που κρατούσε πιπίλα μέχρι τα 6, που δεν ήθελε να πηγαίνει σχολείο γιατί δεν άντεχε τον πολύ κόσμο, που δεν μπορούσε πολλή ώρα μακριά από την ασφάλεια του σπιτιού της, που έβλεπε συνεχώς όνειρα με κακές μάγισσες… Το μήλο της έριδος, το τρόπαιο, που αγωνίζονταν κάποιοι με νύχια και με δόντια να κάνουν δικό τους για να βγουν νικητές. Ένα μικρό παιδί που πλήρωνε την ελλιπή γνώση των μεγάλων και το κόστος των δικών τους αποφάσεων και του δικού τους εγωισμού. Ο φόβος είχε άρχισε να την εξουσιάζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Φόβος, ο χειρότερος σπόρος που μπορείς να φυτέψεις στην καρδιά ενός αθώου, μικρού παιδιού. Τον ίδιο σπόρο που θα φύτευες στον εχθρό για να τον κατατροπώσεις μια για πάντα. Μόνο που εδώ δε μιλάμε ούτε για εχθρό, ούτε για πόλεμο. Αναρωτιόταν πώς θα κατάφερνε να επιβιώσει σε τούτο τον κόσμο… Δεν έπρεπε να γεννηθεί μάλλον. Φαίνονταν όλα τόσο τρομερά δύσκολα. Άρχισε να ακούει τους άλλους, την εξουσία. Ό,τι πίστευαν οι άλλοι για εκείνη ήταν σωστό. Εκείνοι προφανώς ήξεραν καλύτερα, γνώριζαν περισσότερα για τη ζωή και τους ανθρώπους. Η ετυμηγορία από τους ενόρκους ήταν επικυρωμένη και τελεσίδικη. Δε σου πάει αυτή η κορδέλα που έβαλες σήμερα. Ό,τι και να κάνεις, όμορφη δε γίνεσαι. Δίκαιο θα ‘χει η συμμαθήτριά της σκέφτηκε, αλλά δεν είχε προσπάθησε να το παίξει όμορφη. Απλώς της άρεσε το χρώμα, είχε ένα ωραίο γαλάζιο χρώμα που της θύμιζε θάλασσα. «Το ξέρω», απάντησε. Μια παράσταση μπαλέτου, ένα μαγικό όνειρο, ένα παραμύθι που κόπηκε απότομα. Εκείνα τα γενέθλια.. που ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά και μια βροχή υπό μορφή δακρύων έγιναν μια από κείνες τις αναμνήσεις που μένουν πάντα εκεί, ανοικτές πληγές που αιμορραγούν. 151