Τα Φιλαράκια The Pals | Page 16

Ο κυρ – Λάμπρος

Ο κυρ-Λάμπρος ήταν ένας καλόκαρδος ασπρομάλλης γεροντάκος, που σ’ όλη του τη ζωή χάριζε γλύκα και δροσιά στα παιδιά. Ήταν ο παγωτατζής!! Είχε το μικρό του ψυγειάκι γεμάτο πάντα με παγωτό καϊμάκι και μαζί τα τραγανά του χωνάκια και γύρναγε μέρα παρά μέρα τα χωριά. Σταματούσε στην πλατεία του κάθε χωριού κατά το μεσημέρι και φώναζε:’’ Ήρθε ο παγωτατζής, ο παγωτατζής, εδώ το δροσερό καϊμάκι!!’’ δεν προλάβαινε να τελειώσει την κουβέντα του και χαρούμενες παιδικές φωνούλες ακούγονταν από παντού.’’ Έρχονται οι πελάτες μου, πρέπει να ετοιμαστώ’’ σκεφτόταν ο κυρ-Λάμπρος και χαμογελαστός ίσιωνε την άσπρη του ποδιά και φορούσε το άσπρο του καπελάκι στο κεφάλι του.

Τα παιδιά σπρώχνονταν το ένα τ’ άλλο και ζητούσαν το παγωτάκι τους με ανυπομονησία. «Σιγά-σιγά, όλοι θα πάρετε, έχω για όλους σας, μην σπρώχνεστε, κάντε μια σειρά ο ένας πίσω απ’ τον άλλο» έλεγε κάθε φορά ο κυρ-Λάμπρος, μα μάταιος κόπος. Τα παιδιά δεν είχαν υπομονή και πολλές φορές κινδύνεψε το μικρό του ψυγειάκι να βρεθεί στο χώμα απ’ τα ζωηρά παιδιά. Μα ο κυρ-Λάμπρος δεν θύμωνε ποτέ γιατί ’’παιδιά είναι’’ έλεγε από μέσα του και συνέχιζε να τους δίνει τα χωνάκια τους. Αυτός ήταν ο κυρ-Λάμπρος, ο παγωτατζής, που ζούσε απ’ τα χωνάκια του και ήταν πολύ ευχαριστημένος!! Ώσπου ένα μεσημέρι, φτάνοντας στην πλατεία του πρώτου χωριού βλέπει όλους τους μικρούς του πελάτες μαζεμένους στο καφενείο. ’’Τι κάνουν εκεί;’’ αναρωτήθηκε και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. ’’Παγωτατζής, ήρθε ο παγωτατζής’’ φώναζε αλλά σαν να μην άκουσε κανείς. ’’εδώ το καϊμάκι, ελάτε να δροσιστείτε’’ φώναξε και πάλι κανείς δεν ερχόταν. Τα παιδιά δεν κουνούσαν από την θέση τους. Μόνο ένα πιτσιρικάκι πήγε κοντά του και του είπε:

-’ Κυρ-Λάμπρο, τώρα έχουμε πολλά παγωτά στο χωριό μας, βάλανε ψυγείο στο καφενείο του κυρ-Νίκου και είναι γεμάτο παγωτά μ’ όλες τις γεύσεις, βανίλια, φράουλα, φιστίκι, σοκολάτα! Έχουμε τρελαθεί απ’ τη χαρά μας’.

Μα και ο κυρ-Λάμπρος κόντεψε να τρελαθεί απ’ τη στενοχώρια του ! Ψυγείο με παγωτά λοιπόν και το δικό του το καϊμάκι τι θα γίνει; Άφησε το ψυγειάκι του και πήγε να δει και εκείνος το ’’ψυγείο με τα παγωτά’’. Ήταν μεγάλο και είχε πολλά παγωτά, ξυλάκια, κυπελάκια ακριβώς όπως του είχε πει ο πιτσιρικάς. Δεν άντεχε να δει άλλο και γύρισε στο ψυγειάκι του. ’’Θα πάω στο άλλο χωριό, εκεί θα με περιμένουν’’ είπε λυπημένος και ξεκίνησε με μια μικρή ελπίδα στην καρδιά του.

Φτάνοντας όμως αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Κι εδώ ψυγείο, κι άλλος εχθρός παρουσιάστηκε. Δεν κάθισε ούτε λεπτό, έπρεπε να πάει σ’ όλα τα χωριά. Δεν μπορεί να έβαλαν ψυγεία παντού, κάπου θα τον περιμένουν. Γύρισε όλα τα χωριά που μοίραζε το καϊμάκι του και δυστυχώς κανείς δεν τον περίμενε!

Ο κυρ-Λάμπρος ένιωσε παράξενα. Λύπη και θυμό μαζί. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ήθελε να κάνει κάτι, να καταστρέψει όλα τα ψυγεία που είδε σήμερα!! Αυτά που πήραν την δουλειά του, τους πελάτες του, τη χαρά του. ’’Κάτι πρέπει να κάνω, να πω σ’ όλους ότι μόνο το δικό του καϊμάκι φτιάχνεται μ’ αγνά υλικά’’ σκέφτηκε. ’’τίποτα δεν θα κάνω, δεν θα με πιστέψουν. Τώρα ξετρελάθηκαν με τις καινούριες γεύσεις’’ ξανασκέφτηκε και κι έπεσε πάλι σε μελαγχολία.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ...