Θ . Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ς : Η Π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α τ ο υ
Μια γυναίκα : « Αφέντη µ ου κά µ ε µ ου τούτο το καλό και σκλάβα σου να γίνω !»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης : « Τι λες µ ωρή ζουρλή ; Για τη λευτεριά πολε µ ά µ ε και θες να γίνεις σκλάβα µ ου ;»
Βουτιέ « Memoires Paris , 1823 »
Στο χέρι του η καταφερτζοσύνη και η επιτηδειότητα έφτανε µ έχρι την ετοι µ ασία των ζωοτροφών , τ ’ άλογα κούναγαν τη χαίτη , ο Κολλιόπουλος τα κρατούσε απ ’ τα χαλινάρια .
Τ ’ αγριοπούλια και τα ζού µ περα µ ε τα τριφύλλια τους ξεχει µ ώνιαζαν στον ίσκιο του το ζεστό , και οι στρατιώτες κρατάγανε το βάρος των µ ολυβένιων διαταγών του αγόγγυστα . Το ‘ πε ο γέρος , λέγανε .
Γιγάντιο τύ µ πανο έφτιαχνε η φωνή του ν ’ απλωθεί µ ισή γη από τη µ ια µ εριά και µ ισή από την άλλη , µ ε τα ποτά µ ια της και τις θάλασσές της ατόφιες , το στρατηγιλίκι του δε χαλνούσε το χάρτη για να περάσει . Ο βράχος βράχος , και η πέρδικα µ ε τον κεραυνό , αντά µ α !
Αρκούσε µ όνο η παρουσία του , µ ια µ παταριά , να χαρεί το ορδί και να σταυροκοπηθεί ο σατανάς µ προστά στη φωτιά που άρπαζε το χαρτί όταν υπέγραφε .
Αγαπούσε πολύ την Πελοπόννησο . Όταν έδινε το λόγο του , στεκόταν δίπλα στα ιερά γρά µµ ατα , το ζαβό έπρεπε να ισιώσει οπωσδήποτε .
Δεν είχε καιρό για καλλιγραφίες και µ αλακά κουρδίσ µ ατα στη φωνή του , απότο µ ος και βιαστικός βοριάς φαινόταν µ ε µ ιας , µ ετά µ ετανοούσε αλλά ήθελε να µ ην τον νιώσουν ότι µ ετανόησε .
« Η πλεονεξία του ήτον τίποτε , καθώς και η φιλαργυρία του , δεν είχε την ευκολία να τα συνάξει , ούτε την φροντίδα να τα φυλάττει , ήτο α µ ελής εις το είδος αυτό », γράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης .
Τους τσαντισ µ ένους τους πέρναγε ψιλό γαζί , τους κοκορό µ υαλους τους κουτσούρευε το λοφίο .
Όταν το ποτά µ ι του κύλαγε ήσυχα , δεν τον ένοιαζε αν είναι ετοι µ όλογος ή όχι . Η ροή τον ένοιαζε µ όνο , κι όταν σηκωνόταν ο πυρσός µ έχρι τα µ άτια του , τότε λύγιζαν µ προστά του τα ατσαλένια παραστή µ ατα όλα .
Όταν κάποτε ξέμεινε από καπνό , έξυσε το τσιμπούκι του για να καπνίσει όσα υπολείμματα είχαν μείνει , αλλά αηδίασε από την πίκρα . « Ορίστε άνθρωπος που θέλει να ελευθερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί ο ίδιος να ελευθερωθεί από το πάθος του . Θεέ μου συγχώρα με », είπε και πέταξε το τσιμπούκι . Αν και έκοψε το κάπνισμα , του άρεσε να ρουφάει με τη μύτη τη μυρωδιά του καπνού από μια ταμπακιέρα που του είχε χαρίσει ο Καποδίστριας .
Θυ µ όταν την παρα µ ικρή λεπτο µ έρεια από την παιδική του ζωή µ έχρι αύριο και τα γεγονότα ταξινο µ η µ ένα χωρίς η νοσηρή συναισθη µ ατικότητα να τον οδηγεί υπέρ ή κατά , όπως το δίκιο του τα ‘ γραφε , έτσι τ ’ άφηνε .
Του άρεσε να πειράζει τους πάντες , στους παραφορτω µ έ- νους µ ε άρ µ ατα ανακάλυπτε το κου µ πί που τους έλειπε και τους έκανε να ξεβρακωθούν σε ανύποπτο χρόνο µ προστά σε όλους .
Δεν ήταν φιλέκδικος , ούτε σήκωνε όπλο σε άνθρωπο , εκτός από τον πόλε µ ο όπου ο καθένας παίρνει το µ ερίδιό του από τη φωτιά , τα κάρβουνα , ο καθένας τη µ ερίδα του στην παλά µ η , κι όσο άντεχε να κρατήσει !
Σκότωνε στη µ άχη , σα να ‘ λεγε : “ Να το µ ερδικό σου , κι άσε τον άλλο .”
Όταν αρρώσταινε δεν έβαζε µ πουκιά στο στό µ α του , έπινε µ όνο ζεστά . Δεν έτρωγε µ εγάλες µ ερίδες , µ όνο κρέας και στεγνά φαγητά , και δεν έβαζε στο στό µ α του άλλο σπίρτο εκτός από το κρασί της µ έρας , µ ε το φαγί του µ ιά µ ιση οκά το ‘ θελε το κρασί για γεύ µ α και δείπνο . Μόνο στο στρατόπεδο .
Όταν ήταν νέος κάπνιζε αλλά το παράτησε . Δεν φορτωνόταν κανένα ελάττω µ α , περιφρονούσε τα γλυκά .
Χόρευε καλά κατά τη συνήθεια των Ελλήνων και νόστι µ α τραγουδούσε αυτά που σή µ ερα τα λέ µ ε κλέφτικα τραγούδια . Και δεν επέτρεπε όπλα στο τραπέζι .
« Στο Μαίναλο πέφτει βροχή και στον Ταΰγετο το χιόνι Θοδωρή Κολοκοτρώνη »
Του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου , από τη ΓΑΛΕΡΑ
Δεν του ‘ λειψαν ποτέ οι παροι µ ίες στο λόγο του . Και οι µ υθολογίες , καθώς ο χώρος διπλωνόταν σαν τραπεζο µ άντιλο , είτε περπατώντας τον είτε έφιππος , το µ ακριά ή το κοντά ήταν κερδισ µ ένα γι ’ αυτόν . Με όλες τις λεπτο µ έρειες . Όλα τα περάσ µ ατα των πετού µ ενων και των αγρι µ ιών , το φρεσκοσπασ µ ένο κλαρί , ήταν µ όλις χτες πατη µ ένο χώ µ α , από αλόγου φόρα ή από ανθρώπου φόβο .