ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2016 | Page 11

Θ. Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ς: Η Π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α τ ο υ

Μια γυναίκα: « Αφέντη µ ου κά µ ε µ ου τούτο το καλό και σκλάβα σου να γίνω!»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: « Τι λες µ ωρή ζουρλή; Για τη λευτεριά πολε µ ά µ ε και θες να γίνεις σκλάβα µ ου;»
Βουτιέ « Memoires Paris, 1823 »
Στο χέρι του η καταφερτζοσύνη και η επιτηδειότητα έφτανε µ έχρι την ετοι µ ασία των ζωοτροφών, τ’ άλογα κούναγαν τη χαίτη, ο Κολλιόπουλος τα κρατούσε απ’ τα χαλινάρια.
Τ’ αγριοπούλια και τα ζού µ περα µ ε τα τριφύλλια τους ξεχει µ ώνιαζαν στον ίσκιο του το ζεστό, και οι στρατιώτες κρατάγανε το βάρος των µ ολυβένιων διαταγών του αγόγγυστα. Το‘ πε ο γέρος, λέγανε.
Γιγάντιο τύ µ πανο έφτιαχνε η φωνή του ν’ απλωθεί µ ισή γη από τη µ ια µ εριά και µ ισή από την άλλη, µ ε τα ποτά µ ια της και τις θάλασσές της ατόφιες, το στρατηγιλίκι του δε χαλνούσε το χάρτη για να περάσει. Ο βράχος βράχος, και η πέρδικα µ ε τον κεραυνό, αντά µ α!
Αρκούσε µ όνο η παρουσία του, µ ια µ παταριά, να χαρεί το ορδί και να σταυροκοπηθεί ο σατανάς µ προστά στη φωτιά που άρπαζε το χαρτί όταν υπέγραφε.
Αγαπούσε πολύ την Πελοπόννησο. Όταν έδινε το λόγο του, στεκόταν δίπλα στα ιερά γρά µµ ατα, το ζαβό έπρεπε να ισιώσει οπωσδήποτε.
Δεν είχε καιρό για καλλιγραφίες και µ αλακά κουρδίσ µ ατα στη φωνή του, απότο µ ος και βιαστικός βοριάς φαινόταν µ ε µ ιας, µ ετά µ ετανοούσε αλλά ήθελε να µ ην τον νιώσουν ότι µ ετανόησε.
« Η πλεονεξία του ήτον τίποτε, καθώς και η φιλαργυρία του, δεν είχε την ευκολία να τα συνάξει, ούτε την φροντίδα να τα φυλάττει, ήτο α µ ελής εις το είδος αυτό », γράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης.
Τους τσαντισ µ ένους τους πέρναγε ψιλό γαζί, τους κοκορό µ υαλους τους κουτσούρευε το λοφίο.
Όταν το ποτά µ ι του κύλαγε ήσυχα, δεν τον ένοιαζε αν είναι ετοι µ όλογος ή όχι. Η ροή τον ένοιαζε µ όνο, κι όταν σηκωνόταν ο πυρσός µ έχρι τα µ άτια του, τότε λύγιζαν µ προστά του τα ατσαλένια παραστή µ ατα όλα.
Όταν κάποτε ξέμεινε από καπνό, έξυσε το τσιμπούκι του για να καπνίσει όσα υπολείμματα είχαν μείνει, αλλά αηδίασε από την πίκρα. « Ορίστε άνθρωπος που θέλει να ελευθερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί ο ίδιος να ελευθερωθεί από το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με », είπε και πέταξε το τσιμπούκι. Αν και έκοψε το κάπνισμα, του άρεσε να ρουφάει με τη μύτη τη μυρωδιά του καπνού από μια ταμπακιέρα που του είχε χαρίσει ο Καποδίστριας.
Θυ µ όταν την παρα µ ικρή λεπτο µ έρεια από την παιδική του ζωή µ έχρι αύριο και τα γεγονότα ταξινο µ η µ ένα χωρίς η νοσηρή συναισθη µ ατικότητα να τον οδηγεί υπέρ ή κατά, όπως το δίκιο του τα‘ γραφε, έτσι τ’ άφηνε.
Του άρεσε να πειράζει τους πάντες, στους παραφορτω µ έ- νους µ ε άρ µ ατα ανακάλυπτε το κου µ πί που τους έλειπε και τους έκανε να ξεβρακωθούν σε ανύποπτο χρόνο µ προστά σε όλους.
Δεν ήταν φιλέκδικος, ούτε σήκωνε όπλο σε άνθρωπο, εκτός από τον πόλε µ ο όπου ο καθένας παίρνει το µ ερίδιό του από τη φωτιά, τα κάρβουνα, ο καθένας τη µ ερίδα του στην παλά µ η, κι όσο άντεχε να κρατήσει!
Σκότωνε στη µ άχη, σα να‘ λεγε:“ Να το µ ερδικό σου, κι άσε τον άλλο.”
Όταν αρρώσταινε δεν έβαζε µ πουκιά στο στό µ α του, έπινε µ όνο ζεστά. Δεν έτρωγε µ εγάλες µ ερίδες, µ όνο κρέας και στεγνά φαγητά, και δεν έβαζε στο στό µ α του άλλο σπίρτο εκτός από το κρασί της µ έρας, µ ε το φαγί του µ ιά µ ιση οκά το‘ θελε το κρασί για γεύ µ α και δείπνο. Μόνο στο στρατόπεδο.
Όταν ήταν νέος κάπνιζε αλλά το παράτησε. Δεν φορτωνόταν κανένα ελάττω µ α, περιφρονούσε τα γλυκά.
Χόρευε καλά κατά τη συνήθεια των Ελλήνων και νόστι µ α τραγουδούσε αυτά που σή µ ερα τα λέ µ ε κλέφτικα τραγούδια. Και δεν επέτρεπε όπλα στο τραπέζι.
« Στο Μαίναλο πέφτει βροχή και στον Ταΰγετο το χιόνι Θοδωρή Κολοκοτρώνη »
Του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, από τη ΓΑΛΕΡΑ
Δεν του‘ λειψαν ποτέ οι παροι µ ίες στο λόγο του. Και οι µ υθολογίες, καθώς ο χώρος διπλωνόταν σαν τραπεζο µ άντιλο, είτε περπατώντας τον είτε έφιππος, το µ ακριά ή το κοντά ήταν κερδισ µ ένα γι’ αυτόν. Με όλες τις λεπτο µ έρειες. Όλα τα περάσ µ ατα των πετού µ ενων και των αγρι µ ιών, το φρεσκοσπασ µ ένο κλαρί, ήταν µ όλις χτες πατη µ ένο χώ µ α, από αλόγου φόρα ή από ανθρώπου φόβο.