Έγιναν δύο νυχτερινές καταγραφές αγριόχοιρων σε αποστάσεις 7- 10 μέτρα από τα υπολείμματα θηρευμένων
ελαφιών, χωρίς όμως να δείχνουν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτά. Επίσης σε 4 ημερήσιες καταγραφές, ελάφια έβοσκαν
σε αποστάσεις έως και 5 μέτρα από φρέσκο θηρευμένο πτώμα, χωρίς δείγματα ανησυχίας ή πανικού (Παράρτημα
ΙΙ).
Β. Μη θηρευμένα ζώα
Στην περίπτωση του ενήλικου θηλυκού ελαφιού που είχε βρεθεί νεκρό από άγνωστα αίτια, η κατανάλωσή του έγινε
με πολύ αργούς ρυθμούς αποκλειστικά από αλεπούδες (100% των λήψεων σε 288 ώρες παρακολούθησης) και
έφτασε σε επίπεδά υψηλής σήψης. Το νεκρό ζώο αυτό βρέθηκε σε πυκνοδασωμένη με έλατα περιοχή και έτσι δεν
υπήρχε δυνατότητα να εντοπισθεί από πτωματοφάγα πουλιά. Κύριο χαρακτηριστικό σε αυτή την περίπτωση ήταν ότι
δεν παρατηρήθηκε διαμελισμός ούτε όταν το ζώο είχε καταναλωθεί πλήρως, σε συνολικό χρονικό διάστημα 40
ημερών περίπου.
Στην δεύτερη περίπτωση του ενήλικου θηλυκού που σκοτώθηκε από ανθρωπογενή αίτια, το πτώμα εντοπίσθηκε την
πρώτη μέρα από αλεπούδες, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να σχίσουν όμως το δέρμα. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας
επισκέφτηκε τη θέση ενήλικος αρσενικός αγριόχοιρος ο οποίος μπόρεσε να σχίσει το δέρμα στην κοιλιακή χώρα,
όπου υπήρχε ήδη προθανάτια εκδορά. Ο αγριόχοιρος έμεινε αρκετή ώρα στη θέση και κατανάλωσε σημαντική
ποσότητα εντοσθιων. Μετά την εξέλιξη αυτή το πτώμα μετακινήθηκε και καταναλώθηκε πολύ γρήγορα (σε 10 - 12
ημέρες) από αλεπούδες και 25 – 30 κόρακες (Corvus corax). Στην περίπτωση αυτή το νεκρό ζώο ήταν σε ανοιχτή
περιοχή με εύκολη πρόσβαση στα πτωματοφάγα πουλιά. Εδώ επίσης δεν παρατηρήθηκε διαμελισμός.
Στην τρίτη περίπτωση του ανήλικου θηλυκού που σκοτώθηκε από ανθρωπογενή αίτια, και τοποθετήθηκε περίπου
250 μ. μακριά από δρόμο και 80 μ από ορειβατικό μονοπάτι, η παρακολούθηση έγινε με συνδυασμό 2 αντικριστών
καμερών. Δεδομένα παρακολούθησης συλλέχθηκαν μόνο 7 ημέρες καθότι ο εξοπλισμός εκλάπη στο χρονικό
διάστημα μεταξύ της 8 ης και 13 ης ημέρας από την έναρξη της παρακολούθησης.
Τα στοιχεία από την επταήμερη καταγραφή έχουν ως εξής:
Το πτώμα εντοπίσθηκε την πρώτη νύχτα από διερχόμενο ασβό ο οποίος δεν έδειξε ενδιαφέρον. Την 4 η νύχτα
εντοπίσθηκε από διερχόμενη τριμελή ομάδα αγριόχοιρων οι οποίοι επίσης δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Τέλος την 5 η και
6 η νύχτα εμφανίσθηκε αλεπού (φαίνεται να είναι το ίδιο ζώο και τις 2 νύχτες), η οποία όμως δεν μπόρεσε να σχίσει
το δέρμα. Το πτώμα ήταν σχεδόν άθικτο μέχρι και την 7 η ημέρα οπότε έγινε ο έλεγχος και η μεταφορά δεδομένων.
Τελευταίος έλεγχος έγινε την 13 η μέρα οπότε διαπιστώθηκε και η απώλεια του εξοπλισμού. Κατά το διάστημα αυτό
εκτιμάται ότι το πτώμα εντοπίσθηκε πιθανότατα από 1 - 2 λύκους - όπως φάνηκε από ίχνη τροφοληψίας και την
κατάσταση του πτώματος. Οι λύκοι(ος) έσκισαν το δέρμα στην κοιλιακή χώρα και κατανάλωσαν όλα τα εντόσθια,
πιθανότατα σε μια επίσκεψη (Παράρτημα ΙΙ).
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΘΗΡΕΥΣΗΣ ΟΠΛΗΦΟΡΩΝ
Ο πληθυσμός των άγριων οπληφόρων, σύμφωνα με τις πυκνότητες που υπολογίσθηκαν στο Κεφάλαιο Α, είναι για
την άνοιξη 1160 ελάφια περίπου (για πυκνότητα 8,3 άτομα/τ.χλμ.) και 980 αγριόχοιροι (για πυκνότητα 7
άτομα/τ.χλμ.). Οι υπολογισμοί αυτοί γίνονται στην έκταση συστηματικής καταμέτρησης των ελαφιών από τον ΦΔ
του ΕΠ Πάρνηθας που υπολογίζεται σε 140 τ.χλμ. περίπου (Χάρτης 4) και δεν καλύπτουν όλη την έκταση της περιοχής
μελέτης (> 300 τ.χλμ.).
Στην υπόλοιπη έκταση της περιοχής μελέτης, δεν μπορούμε να υποθέσουμε τις προαναφερθείσες πυκνότητες λόγω
απουσίας συστηματικών μετρήσεων. Από την έρευνα βιοδηλωτικών αλλά και από τις καταγραφές της κάμερας στο
20