ΙΣΤΟΡΙΑ
Το κτίριο χτίστηκε την εποχή των Παλαιολόγων ως φρούριο για να
στρατοπεδεύει η φρουρά και να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση
επιθέσεων ή ξαφνικών επιδρομών. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα φρούρια δεν
είχαν την ίδια αμυντική αξία και οι Τούρκοι το μετέτρεψαν σε φυλακή.
Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι
γνωστή
με
βεβαιότητα, αλλά
η φυλακή αναφέρεται σε ένα χάρτη του 1899 της πόλης, παρέχοντας έτσι
ένα έναυσμα για την αλλαγή. Γι' αυτή
τη
μετατροπή
συνεπάγεται η
απομάκρυνση όλων των προηγούμενων κτιρίων στο εσωτερικό του
κάστρου, από τα οποία κανένα
ίχνος δεν επιζεί σήμερα. Οι
αλλαγές στις
οχυρώσεις
δεν
ήταν σημαντικές, αν
και
ο
πρωταρχικός
τους ρόλος αντιστράφηκε: από την προστασία των
κατοίκων από
την
εξωτερική απειλή, τώρα υπηρετούσε για
την
απομόνωση κρατουμένων από τον έξω κόσμο.
Η φυλακή διετέλεσε για καιρό τις κύριες εγκαταστάσεις σωφρονισμού της
πόλης. Νέα κτίρια χτίστηκαν κατά μήκος των δύο πλευρών των τειχών, ώστε
να βελτιωθεί η λειτουργικότητα του νέου σωφρονιστικού κέντρου. Η εσωτερική
αυλή ήταν χωρισμένη από φράχτες και στο κέντρο της στεγάστηκε το κεντρικό
παρατηρητήριο. Η φυλακή διέθετε εκκλησάκι και άλλα παραρτήματα, ενώ το
παράρτημα που βρισκόταν βόρειο-ανατολικό πύργο καταστράφηκε κατά τη
διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εξωτερικά κτίρια, στη νότια
πλευρά του κάστρου, στεγαζόταν η διοίκηση, η φυλακή των γυναικών, και
προς τα δυτικά, τα κελιά απομόνωσης.
Οι φυλακές λειτούργησαν από το 1890 μέχρι το 1989. Εκεί φυλακίστηκαν
μερικοί από τους διαβόητους εγκληματίες τη χώρας. Μεταξύ άλλων, ο
φερόμενος ως «δράκος του Σέιχ Σου», ο λήσταρχος Τζατζάς, οι συμμορίτες
του Φώτη Γιαγκούλα, αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι τα χρόνια του εμφυλίου
και της κυβέρνησης Μεταξά.