Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 60

Γίχε περάσει περίπου ένα τέταρτο όταν, απρόσμενα, η πονεμένη φωνή της Πελήνης την έβγαλε από τον λαβύρινθο των αναμνήσεων και εμπόδισε ξανά το παραπονιάρικο δάκρυ ,που όλο έλεγε να βγει να παίξει στο μάγουλό της κι όλο το μάλωνε σα μικρό παιδί. Έτρεξε αλαφιασμένη στην κουζίνα, για να δει τι είχε συμβεί. ΋πως αντιλήφθηκε από την μυρωδιά καμένου καφέ που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα, αφού είχε κάψει τον καφέ, της είχε πέσει πάνω στα τρεμάμενα χέρια της. Ε Ησμήνη είχε ανησυχήσει πολύ για την κατάσταση της αδελφής της. Σοβόταν πως σε λίγο δεν θα μπορούσε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της. Έτσι περιποιήθηκε το έγκαυμά της, και κάθισε λίγες ώρες ακόμα να της κρατήσει συντροφιά. Ρο σούρουπο πήρε τα πράγματά της και έφυγε. Γίχε αποφασίσει, όμως, να επιστρέψει νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας και πάρει μαζί της την Πελήνη. Ε μοναχική γυναίκα, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει το χρόνο που της απέμενε από τη μέρα αυτή, πήγε και στάθηκε πάλι μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο. Ώυτή τη φορά στάθηκε όρθια, για να νιώσει τα πόδια της να πατούν γερά στο πάτωμα. Ν ψυχρός βοριάς τρυπούσε το τριμμένο γαλάζιο φόρεμα και πάγωσε το κορμί της. Ώισθανόταν ένα με τον αέρα. Άυλη… Βεν έκλεισε το παράθυρο. Παν να ήταν μαγεμένη, προχώρησε με υγρό βλέμμα στο κρεβάτι της και ξάπλωσε στα κρύα σεντόνια της. Γίχε κοιμηθεί πολλές ώρες, όταν εμφανίστηκε στον βαθύ της ύπνο, μια αιθέρια, σκοτεινή, ξεθωριασμένη φιγούρα να ξεπετάγεται κάτω από το κρεβάτι της, ψιθυρίζοντας λόγια ασαφή, που έφταναν στα αυτιά της σαν κραυγή. Ξροχώρησε απειλητι