μου με πήρε μια αγκαλιά και με την ψυχραιμία ενός νηφάλιου άνδρα προσπαθούσε να με καθησυχάσει .
Από τη μία στιγμή στην άλλη ο ουρανός σκοτείνιασε , μαύρα σύννεφα , μαύροι καπνοί τύλιγαν το ανοιχτό μπλε του ουρανού και το νικούσαν σιγά σιγά εξαφανίζοντάς το . Εμείς ανήξεροι για τη μοίρα μας , περάσαμε την εξώπορτά μας και ρωτήσαμε τους γείτονες τι στο καλό γινόταν . Πριν καλά καλά τελειώσουμε τη φράση μας , άνθρωποι γεμάτοι εγκαύματα , άνθρωποι με ξεσκισμένα ρούχα , άνθρωποι με γεμάτο φόβο στα μάτια σου άρχισαν να ουρλιάζουν « ΦΩΤΙΑ ΦΩΤΙΑ ». Εμείς σοκαρισμένοι από τις φωνές τους , δίχως σκέψη , μπήκαμε μέσα στο σπίτι , εγώ μάζεψα γρήγορα γρήγορα κάποια λιγοστά αλλά αναγκαία αντικείμενα μέσα σε έναν μπόγο , ενώ ο Απόστολος έτρεξε γρήγορα στο πίσω παράθυρο να δει τη φωτιά . Καπνοί σκοτείνιαζαν την ατμόσφαιρα και έκαναν την ημέρα νύχτα , φλόγες απλώνονταν και έκαιγαν την πόλη τους , ενώ όλο και πλησίαζαν στο δικό τους σπιτικό .
Δεν προλάβαμε να συζητήσουμε πολλά ούτε να βγάλουμε κάποια συγκεκριμένη απόφαση ή σχέδιο και βγήκαμε έξω από το σπίτι μας πανικοβλημένοι βάζοντας πλώρη για το λιμάνι της Σμύρνης . Τρέχαμε μαζί με τον άνεμο προς τη θάλασσα για να προστατευτούμε , ενώ ταυτόχρονα πνιγόμασταν από τους καπνούς και την έλλειψη οξυγόνου . Εμένα μετά από τόσο τρέξιμο δε με βαστούσαν πια τα πόδια μου , εγώ κάποια στιγμή εγκατέλειψα , έπεσα κάτω , μην μπορώντας να σηκωθώ και να συνεχίσω να παλεύω με αυτόν τον αόρατο εχθρό , λέγοντας στον Απόστολο να τα παρατήσουμε καθώς δεν υπήρχε σωτηρία . Αυτός , ανήμπορος να δεχτεί την ήττα μας με ενθάρρυνε να συνεχίσω τον αγώνα και να βγω νικήτρια από αυτή την άδικη μάχη .
Ξαφνικά ένα κλάμα ενός μικρού παιδιού με επανέφερε στην πραγματικότητα . Γύρισα και είδα ένα κορίτσι μόλις τεσσάρων χρόνων να πηγαινοέρχεται μόνο του κλαίγοντας και χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρα αγκαλιά και όλοι μαζί συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τη σωτηρία . Στη διαδρομή προς το λιμάνι αντικρίσαμε τις πιο φρικτές εικόνες της ζωής μας , πατούσαμε πάνω σε πεσμένα νεκρά σώματα , που άλλα είχαν παραιτηθεί από τη ζωή και άλλα ήταν ολότελα καμένα . Παρόλα αυτά εκείνη η ώρα δεν ήταν για δάκρυα ούτε για συναισθηματισμούς και στεναχώριες .
Σκοπός μου ήταν να σώσω τη ζωή του χαμένου κοριτσιού και του Αποστόλου . Έτσι , γεμάτοι ψυχικό σθένος και εσωτερική δύναμη καταφέραμε να φτάσουμε στο λιμάνι αντικρίζοντας εκατομμύρια άλλους ταλαιπωρημένους ανθρώπους να προσπαθούν να σωθούν από τις φλόγες , που τους είχαν περικυκλώσει . Όλοι προσπαθούσαν να σωθούν παρακαλώντας τα ξένα καράβια να τους πάρουν . Πολλοί από αυτούς αδιαφορώντας για την κατάστασή τους και άλλοι που είχαν πάρει εντολή να μην παραλάβουν κανέναν έφευγαν αμέριμνοι αφήνοντας τους ανθρώπους στη μαύρη μοίρα τους . Όσοι ήταν πιο κοντά στη φωτιά , κατέληγαν από τα εγκαύματα ή την ασφυξία , ενώ όσοι ήταν πιο κοντά στη θάλασσα έπεφταν μέσα της είτε οικειοθελώς είτε από τα σπρωξίματα των μπροστινών , βρίσκοντας βέβαιο θάνατο . Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι κανένας δεν μπορούσε να αποφύγει ή να αλλάξει τη μοίρα του , έτσι ούτε εμείς μπορούσαμε να την αποφύγουμε . Ο Απόστολος βρήκε έναν ψαρά και του ζήτησε να μας πάρει μαζί του . Η βάρκα γεμάτη με γυναικόπαιδα είχε χώρο ακόμα μονάχα για δύο . Ο ψαράς δέχτηκε , να πάρει εμένα και το χαμένο παιδί . Εγώ με δάκρυα στα μάτια δυσανασχέτησα , φώναξα , ούρλιαξα πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί . Ο Απόστολος δε δέχτηκε αντίρρηση , δεν είπαμε άλλες λέξεις , μου έδωσε το κλειδί της καρδιάς του και εγώ της δικής μου , αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και δύο δάκρυα αγάπης ενώθηκαν ξανά .
1987
Με την επανένωση αυτών των δακρύων , είχε επέλθει και η δική μας επανένωση . Εγώ , τρέμοντας , είπα τραυλίζοντας « Μα εσύ … χάθηκες ». Η φωνή του αντήχησε και στα αφτιά μου , ενώ τα λόγια του έμειναν χαραγμένα στην καρδιά μου : « Τίποτε δε χάνεται ποτέ πραγματικά , ούτε και να χαθεί μπορεί , καμία γέννηση , ταυτότητα , μορφή , κανένα αντικείμενο του κόσμου , ούτε η ζωή …
Το κορμί , νωθρό , γέρικο , κρύο , η θράκα που απέμεινε από παλιότερες φωτιές … θα ανάψει πάλι όπως της πρέπει ». Με αυτά τα λόγια σηκωθήκαμε από τα σκαλιά , ανοίξαμε ξανά με τα δύο κλειδιά που είχαμε φυλαγμένα από καιρό , τις καρδιές μας απελευθερώνοντας τη φωτιά που μόλις προ ολίγου είχε αναζωπυρωθεί και χέρι χέρι περπατήσαμε ξανά “ στο λιμάνι της Σμύρνης ” καθώς μας τύλιγε μια γαλήνια , μία αγνή , μία σιωπή ιερή ...
ΣΕΜΊΝΑ ΗΛΙΟΠΟΎΛΟΥ β5
ΑΦΙΕΡΏΜΑΤΑ - PROJECTS
83