ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ Σχολικό Έτoς 2021 – 2022 | Page 76

ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Για μια χαμένη πατρίδα
« Σίγουρα θα παρέμβει η Ελλάδα μας » έλεγαν και χαιρόνταν , « Θα στείλουνε βοήθεια », κανείς δεν αγχωνόταν . Κι όμως δεν έγιναν αυτά , κανένας δεν εστάλη , κι αυτοί έχασαν για πάντοτε τη στοργική αγκάλη , τα σπίτια τους , την πόλη τους με όλα της τα κάλλη , και την πατρίδα την γλυκιά ποτέ δεν είδαν πάλι .
Κι αυτό δεν ήταν όνειρο , που αληθινό φαντάζει , ήταν πραγματικότητα που την ψυχή ταράζει . Είδαν μία τρομερή πυρά στο σκότος να βυθίζει την πόλη τους , που άλλες φορές έβλεπαν να ανθίζει , να καταπίνει ζωντανούς όμορφους μαχαλάδες , και να σπαράζουν τα παιδιά , να τρέμουν οι κυράδες .
Και τώρα πλέον βάσανο , η θύμηση , και πόνος , γιατί είν ’ για να επιστρέψουνε ο τρόπος τους ο μόνος , και διότ ’ οι αναμνήσεις περιθώριο δεν θ ’ αφήσουν ούτε για τη γαλήνη τους ούτε για να αγνοήσουν την ύπαρξή της κάποτε , χαμένης πολιτείας , που πια στο σκότος χάθηκε , θύμα μιας διαφωνίας .
Μα μόνο στα βιβλία δε ζει η γη πατρική τους , αλλά σαν φλόγα τρεμοκαίει και μέσα στην ψυχή τους . Γιατί αυτή είναι ασβέστη , αθάνατη και αιώνια κι έτσι θα εξαπλωθεί · σ ’ άλλους , παιδιά και εγγόνια , έτσι ώστε να μην ξεχαστούν , ποτέ , όσα γενήκαν , οι άνθρωποι που χάθηκαν , κι αυτοί που σώοι βγήκαν .
Πικρό είν ’ την πατρική σου γη για πάντα να αφήσεις , και τα αιώνια δεσμά σου από ’ κείνη να λύσεις , γι ’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάς , ποτέ , την τιμημένη , την πολιτεία τη θρυλική , Σμύρνη μου αγαπημένη .
ΕΛΈΝΗ ΤΣΟΛΑΚΊΔΗ β4
Χαμένη Πατρίδα
Τη φιλντισένια Σμύρνη δεν πρόφτασα να χαιρετήσω Μικρό παιδί ήμουνα σαν τη στερήθηκα Στις ανελέητες φλόγες τυλιγμένη την είδα να σβήνει Σφραγίζοντας το τέλος της παιδικότητάς μου Έτσι μεγάλωσα απότομα με το βάρος της χαμένης πατρίδας .
Και τι πατρίδα ! Θαλασσοφίλητη , λούζεται στις χρυσές αχτίδες της ανατολής Χαζεύει τα βαποράκια του σμαραγδένιου πελάγους Περιπλανιέται σε άυπνους μαχαλάδες , πανηγυρίζει τη ζωή Ξημερώνεται στους καφενέδες χορεύοντας με ασίκικες νότες Ντυμένη με ακριβά υφάσματα , σαν καλομαθημένη αρχόντισσα Επιδεικνύει με χάρη τα θέλγητρά της .
Πώς να την κουβαλήσω την πατρίδα αυτή ; Πού να τη φέρω ; Ασήκωτο φορτίο είναι , που μου στοιχειώνει τα όνειρα Με διαφεντεύει εξόριστη στη νέα μου πατρίδα Πού να βρω τους κήπους με τα χρώματα , τις εστίες των προγόνων … Τους ανθρώπους και τις μουσικές , τα αρώματα , τις γεύσεις ;
Γυρεύω ανώφελα στον τόπο αυτό τη Σμύρνη του ονείρου Να κλείσω στη χούφτα μου το μυρωδάτο γιασεμί απ ’ τον μπαξέ μας Που τώρα μαραμένο το φυλώ , θησαυρό στο μεταξωτό μαντίλι Ποτίζοντάς το με τα δάκρυά μου καρτερώ τη μέρα που θ ’ ανθίσει Στα πέταλά του κρατά τις ελπίδες μου , γιατρεύει τις πληγές μου Και με ταξιδεύει στο απάνεμο λιμάνι της ζωής μου .
ΜΑΡΙΆΝΝΑ ΤΟΥΦΕΞΉ β1
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
74
ΕΒΙΤΑ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ γ1