ακριβώς θέση. Να πάρει την ίδια στάση. Για την
ακρίβεια, είναι τόσο γρήγορη, που ό,τι κι αν
κάνω, πάντα θα προλαβαίνει και θα με ξεπερνάει.
Πλησιάζω την μπαλκονόπορτα. Κοιτάζω κάμποση
ώρα έξω. Έχει βραδιάσει κι από τις γύρω
πολυκατοικίες τα φώτα ανάβουν. Βλέπω τις σκιές
των ανθρώπων στα παράθυρα και σκέφτομαι
πως δεν ξέρω κανέναν. Είμαι καινούργια στην
πόλη και δεν έχω φίλες στη Δευτέρα τάξη που
πηγαίνω. Όμως δε νοιάζομαι τόσο…
Θέλω μόνο η Μαφάλντα να μου μιλήσει. Να
κατέβει από το ράφι της και να με αγκαλιάσει
σφιχτά, όπως σφιχτά την αγκαλιάζω κι εγώ
κάθε μέρα. Τα μάγουλά της είναι τριανταφυλλιά
και τα μακριά μαλλιά της μπλέκονται στα δάκτυλά
μου, απαλά και μεταξένια, καθώς τα χτενίζω
προσεκτικά, για να μην πονέσει. Η Μαφάλντα
με παρηγορεί με το γλυκό της άγγιγμα και κάνει
τα μάτια μου να στεγνώνουν. Τις νύχτες νιώθω
τη ζεστασιά της, καθώς κοιμάται δίπλα μου και
τα όνειρά μου γίνονται χρωματιστά και παραμυθένια.
Αφού το ξέρει ότι το ξέρω. Χθες με κοίταξε
κατάματα και το έντονο βλέμμα της, μου είπε
την αλήθεια. Το μυστικό της. Το μυστικό των
παιχνιδιών. Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου και
την βρίσκω πάντα εκεί, στο ράφι, δέκα εκατοστά
από τον τοίχο, στην ίδια θέση, με την ίδια
στάση.
Η μαμά με φωνάζει ξανά. Δεν μπορώ να συνεχίσω
να την αγνοώ. Μια τελευταία απότομη
ματιά στη Μαφάλντα και πηγαίνω. Η μαμά μού
δίνει τη χαμένη ξυλομπογιά και μου λέει πως τη
βρήκε στον κήπο…
~*~
Η Μαφάλντα αφουγκράστηκε βουβή τα βήματα
της Άννας να σβήνουν αργά στον διάδρομο.
Έπειτα σηκώθηκε από το ράφι της και πλησίασε
την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Θρονιάστηκε
στην κουνιστή πολυθρόνα και κάρφωσε το
βλέμμα της σε μέρη μακρινά, που δεν τα έβλεπε
άλλος κανείς.
Το μυστικό των παιχνιδιών
Καθώς απότομα γυρνάς και προσπαθείς
να καταλάβεις,
Oσο πιο γρήγορα μπορώ,
στη θέση μου παγώνω.
Υπάρχει ένα μυστικό στον παιχνιδιών
τον κόσμο,
Κορίτσι τρυφερό, γλυκό, που ξέρεις
πως κινούμαι.
Λίγο ακόμα, και προχθές,
θα μ’ έπιανες στον ύπνο,
Aμα δε φόραγες σκληρά τακούνια στα
παπούτσια.
Πάνω στις πλάκες να χτυπούν
τ’ άκουσα της αυλής μας,
Oταν με βιάση γύρισα
στο ράφι να καθίσω.
Υποψιάζεσαι, σωστά, πως,
όταν δε με βλέπεις,
Κινούμαι, παίζω και γελώ
μες στο δωμάτιό σου,
Ιδίως, όταν τα πρωινά
πηγαίνεις στο σχολείο.
Νομίζεις ότι θα με βρεις
να είμαι σ’ άλλη θέση,
Eχω περάσει ειδική εκπαίδευση,
ωστόσο.
Ισχύει αυτό που θα σου πω
για όλα τα παιχνίδια!
Τρέχουν πιο σβέλτα κι από φως
κι από ήχο κι απ’ αέρα, μα
Ακίνητα να σ’ αγαπούν είναι
υποχρεωμένα…
Iσως ο νόμος ο άδικος να αλλάξει
μιαν ημέρα…
Ζ.Ν.
σχολικεσ δρασεισ
41