Joomag 2017 ένα περιοδικό δημιουργικής γραφής από μαθητές | Page 3

Σελίδα 1

Λωξάνδρα ( απόσπασμα )

Το σπιτικό της η Λωξάντρα το θεμέλιωσε στο Μακροχώρι – ένα προάστιο ανάμεσα στον Άι-Στέφανο και στο Επταπύργιο , πάνω στα γαλανά νερά της Προποντίδας . Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε : “ Ωχ ! Δόξα σοι ο Θεός !” και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά , λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα : τα λαυράκια , τα μερτζάνια1 , τους στακούς , τα στρείδια ... “ Ωχ ! Δόξα σοι ο Θεός ! Σήμερα τι να ψήσω !” Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει . Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά , ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι2 ... Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της , γιατί , σαν τις μαχαρανές3 , η Λωξάντρα πίστευε πως απ ' το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει . Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί , τον φιλούσε , τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά , που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα . Δεξιά ήταν η τραπεζαρία . Αριστερά ήταν το σαλόνι και δίπλα ήταν το χαμηλό ονταδάκι4 της νοικοκυράς . Η “ κόχη ” της . Εκεί που ήταν ο πλατύς σοφάς5 , πέρα για πέρα απ ' τη μιαν άκρη της κάμαρας ως την άλλη , και τα μεγάλα γιούκια6 όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες , και το μπόγο με τα λουτρικά , και τον κουρελόμπογό της , και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά , και τον πλουμιστό το μπόγο , τον καναρί το μπόγο , και τους άλλους χίλιους και ένα μπόγους της καλής νοικοκυράς . Κάτω από τη σκάλα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην υπόγεια κουζίνα . Στο καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας . Στο σκοτεινό μα πολυαγαπημένο αυτόν Άδη με τα μεγάλα φουρνέλα7 του και τις φουφούδες8 και τις μασιές9 και τα μυγιαστήρια10 και τους μπαλτάδες του κιμά . Στην κουζίνα ο Ταρνανάς – ένα μικρό αρμενάκι που της το προξένεψε11 ο Αρμένης ο ψαράς – πότε τεντζερέδες τρίβει με αρένα12 και με λεμονόκουπα , πότε κιμά κοπανίζει πάνω στη σανίδα , πότε χαμένος μέσα σε σύννεφο πούπουλα κάθεται στη μέση της κουζίνας και μαδά πουλερικά . Και οι γάτες ένα γύρο οργιάζουν .