"Επιβάλλεται να δείξουμε με τη στάση μας, ότι αξίζουμε την έως τώρα απλόχερη προσφορά του ΚΠΙΣΝ"
10
-παίδευση ωθεί τα παιδιά να παρατηρήσουν ότι τα διάφορα κέντρα πολιτισμού είναι μόνο κέντρα συλλογής και διατήρησης πολιτισμικών στοιχείων, τα οποία πρέπει να επισκέπτονται, επειδή έτσι λέει το πρόγραμμα και όχι επειδή το θέλουν. Για πολλά χρόνια η επαφή των παιδιών με κάθε μορφή πολιτισμού, ήταν σαν μια στείρα γνώση, σαν μια προετοιμασία για πανελλήνιες. Δεν υπήρχε κάτι να παρακινήσει το ενδιαφέρον. Πήγαινες, έβλεπες και έφευγες. Δεν υπήρχε κάτι αξιοσημείωτο για να σου αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη. Ως λαός δεν έχουμε θερμή σχέση με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Πράγματι, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που δεν έχουν επισκεφτεί κάποιο πολιτισμικό φορέα με δική τους πρωτοβουλία. Σύμφωνα με στοιχεία της Metron Analysis, για λογαριασμό του περιοδικού Highlights, σε έρευνα του 2005 για την πολιτιστική συμπεριφορά των Ελλήνων το 73% δήλωνε ότι δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το 78% ότι δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το Μουσείο Μπενάκη, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό δήλωνε ότι δεν είχε επισκεφθεί την Ακρόπολη. Ενώ με μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου για το 2007, οι Έλληνες είναι προτελευταίοι στη σχετική ευρωπαϊκή κατάταξη όσον αφορά τις επισκέψεις σε μουσεία και γκαλερί τέχνης.
Εν αντιθέσει, στο εξωτερικό η επίσκεψη σε χώρους πολιτισμού είναι κάτι σαν μια “τελετουργία”, που αφορά όλη την οικογένεια. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που οικογένειες οργανώνουν εκδρομές με σκοπό να επισκεφτούν κάποιον φορέα πολιτισμού, ώστε να περάσουν ποιοτικό χρόνο μαζί. Και ποτέ μα ποτέ δεν θα κάνουν κάποιο αρνητικό σχόλιο. Ακόμα και αν το θέαμα που θα δουν, δεν τους ικανοποιήσει, θα δείξουν τουλάχιστον έναν υποτυπώδη σεβασμό. Οι κάτοικοι του εξωτερικού, ακόμα και στις διακοπές τους προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με κάποιο πολιτισμικό φορέα της χώρας που επισκέπτονται. Στον αντίποδα, οι Έλληνες έχουν στο μυαλό τους ως επί το πλείστον να ψωνίσουν.
Ευτυχώς, σήμερα οι φορείς πολιτισμού στην Ελλάδα έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να ακολουθήσουν όσο το δυνατόν πιο πιστά το δυτικό πρότυπο πολιτισμού. Πλέον μπορούν να προσφέρουν ιδιαίτερες εμπειρίες μέσω της διάδρασης, της ψυχαγωγίας και της ξεχωριστής ερμηνείας που δίνει ο καθένας στα εκθέματα που βλέπει. Έναν τέτοιο πολιτισμικό φορέα, αποτελεί πια και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Είναι κρίμα να μην λαμβάνει την αξιοπρέπεια που πρέπει από τους επισκέπτες του, όταν βλέπουμε ότι το ίδιο προσπαθεί να θέσει ως προτεραιότητα το κοινό. Βλέπουμε μια Ελλάδα που αλλάζει, όσον αφορά την έκθεση της ελληνικής κουλτούρας και του πολιτισμού. Σε αυτό έχει συνεισφέρει πολύ το ΚΠΙΣΝ, παρά τη σύντομη λειτουργία του μέχρι στιγμής. Είναι ένας χώρος, που όχι μόνο προσφέρει τη δυνατότητα έκθεσης πολιτισμικών στοιχείων, αλλά και ένα ατελείωτο πράσινο, για ξέγνοιαστες οικογενειακές στιγμές. Δεν προσφέρει μόνο γνώση, αλλά και ηρεμία. Το γεγονός, ότι έχει καταφέρει να έχει τις πόρτες του ανοιχτές για κάθε ηλικιακή βαθμίδα, με διαφορετικό κοινωνικό και μορφωτικό υπόβαθρο, είναι ένδειξη σκληρής δουλειάς με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.
Έτσι και εμείς, επιβάλλεται να δείξουμε με τη στάση μας, ότι αξίζουμε την έως τώρα απλόχερη προσφορά του ΚΠΙΣΝ. Οι ώρες και τα εκατομμύρια που δαπανήθηκαν για την ανέγερση και λειτουργία του, ο κόπος των εργαζομένων για να είναι όλα στην εντέλεια, ο εμπλουτισμός με ολοένα και περισσότερες εκδηλώσεις για παιδιά και μεγάλους, αποτελούν σημεία που δεν επιτρέπεται να μας αφήνουν παγερά αδιάφορους. Δεν πρέπει να αφήσουμε “αναπάντητο” αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα, που αποδέκτες του είμαστε όλοι. Ας προσπαθήσουμε με τη συμπεριφορά μας, να δείξουμε τουλάχιστον έναν στοιχειώδη σεβασμό μπροστά σε έναν καινούριο πολιτισμικό φορέα, που φαίνεται πως δημιουργήθηκε για μια Ελλάδα, που τελικά αξίζει. Ας δείξουμε και εμείς οι ίδιοι, ως χώρα και ως άνθρωποι ότι αξίζουμε, όλα αυτά για τα οποία φρόντισε το ΚΠΙΣΝ. Ας βάλουμε τα δυνατά μας να γίνουμε οι “ρίζες” σε ένα δέντρο που συνεχώς ανθίζει!
χωρών. Το πρώτο είναι ζήτημα παιδείας: πώς το σχολικό σύστημα μιας χώρας εξοικειώνει τους μαθητές με το σύστημα των αξιών τού εθνικού πολιτισμού τους και, κατ' επέκταση, πώς μια χώρα εξοικειώνει τους πολίτες της με τον πολιτισμό τής χώρας τους. Το δεύτερο είναι ζήτημα πολιτισμικής πολιτικής στο εξωτερικό μιας χώρας. Η δύναμη και η αδυναμία τού ελληνικού πολιτισμού είναι ακριβώς η τεράστια (σε χρόνο, χώρο, πρόσωπα και επίπεδα) παρουσία και προσφορά του στον κόσμο, που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη γνώση, την αποτύπωση και την προβολή του.”
Όπως έχει πει και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης “Η γνωριμία μ' έναν πολιτισμό κινείται κατ' ανάγκην σε δύο άξονες: βαθύτερη γνώση ενός πολιτισμού από τους πολίτες τής χώρας που τον παράγει και γνωριμία ενός πολιτισμού από τους πολίτες άλλων χωρών.