4os _αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου aitheriaparathira | Page 123

τους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα . Τα μικρά παιδιά ήταν πολύ στεναχωρημένα γιατί θα έχαναν την μαγική και μυστική σπηλιά τους . Όμως θα έπρεπε να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν .Το επόμενο πρωινό είχαν κιόλας ετοιμαστεί. Η θάλασσα ήταν πολύ παγωμένη αλλά ταυτόχρονα τόσο καθαρή που μπορούσες να δεις τα ψάρια. Τι όμορφα που ήταν είχαν πάρα πολύ ωραία χρώματα . Επικρατούσε ησυχία σιγά – σιγά είχαν όλοι αποκοιμηθεί η Άλμαλον κοιτούσε τα αστέρια . Τότε ο Ασάντ της είπε: «θες να παίξουμε τα άστρα;» τίποτα δεν θα μας σταματήσει να παίζουμε αυτό το παιχνίδι. Η Άλμαλον του χαμογέλασε αλλά του είπε πως προτιμούσε να κοιμηθεί για να ανακτήσει δυνάμεις γιατί αύριο τους περίμενε μεγάλο ταξίδι. Όταν ξημέρωσε ο ήλιος αυτήν την φορά ήταν πιο λαμπερός. Αποβιβάστηκαν από την βάρκα και προχωρούσαν με ένα αίσθημα φόβου αλλά και αγωνίας . Ξαφνικά η Άλμαλον χτύπησε το πόδι της πολύ άσχημα σε κάτι παλιοσίδερα . Τα δάκρυα της ήταν γεμάτα πόνο όμως δεν άφησε κανέναν να δει αυτό το συναίσθημα . Όταν ήρθε ο γιατρός τον κοίταξε γεμάτη δισταγμό και φόβο . Δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρό αλλά ούτε κάτι πολύ απλό . Χρειαζόταν μια πρόσθεση ενός σιδερικού αντικειμένου διότι είχε σπάσει ο αστράγαλος οριστικά. Η Άλμαλον ήταν πολύ δυνατή και ξέχασε ότι είχε χτυπήσει .Άφησε όλα τα άσχημα γεγονότα πίσω . Οι μέρες περνούσαν τα παιδιά μεγάλωναν όμως μεγάλωνε και η αγάπη τους μεταξύ τους μέσα στα δάκρυα και στα γέλια . Το αγόρι της χάριζε ζωγραφιές που μύριζαν πασχαλιές και θαλασσινό αεράκι . Το κορίτσι του αφιέρωνε ποιήματα με λόγια αγάπης και άλλα όμορφα συναισθήματα συμπλήρωναν τα ποιήματα της . Περπατούσαν αγκαλιά στους ελαιώνες το πρωί και μύριζαν την φύση, δίπλα στους κάμπους το μεσημέρι μυρίζοντας τα άνθη των 123