Το τέλος του κόσμου | Page 98

Το τέλος του κόσμου ξεδιπλωθεί και να του γνωρίσει τα μελλούμενα, πράγμα που δεν άργησε να συμβεί. Το ιδρωμένο άλογο ρουθούνιζε μέσα στο πρόσωπό του. Ο αναβάτης του, με την υπέροχη κόκκινη μπέρτα να ανεμίζει ακόμη παρά την απουσία ανέμου, τον σημάδευε με το ξίφος προτεταμένο. Για κάποιον περίεργο λόγο το μόνο που ήρθε στο μυαλό του ήταν η ρήση του Καίσαρα «Κι εσύ, Βρούτε;» και πιθανόν να το ξεστόμισε κιόλας. Πώς να εξηγήσω αλλιώς το γεγονός πως αμέσως ο ιππέας σήκωσε το σπαθί του επιβάλλοντας την σιωπή. Στο ασφυκτικά γεμάτο διαμερισματάκι του έπεσε άκρα σιγή. Εντυπωσιασμένος από την αποτελεσματικότητα της κίνησης αυτής έμεινε να κοιτά την κοφτερή μύτη του φονικού όπλου που γυάλιζε από κάποια άγνωστη σε αυτόν πηγή φωτός. Θα βρέξει, σκέφτηκε, όταν η λάμψη του σπαθιού γρήγορα συνοδεύτηκε από βροντή. Δεν ήταν βροντή. Ήταν «Το μεγάλο κύμα» που, ελεύθερο επιτέλους, χύθηκε από το κάδρο και ορμητικό παρέσυρε τα πάντα. Αιφνιδιασμένοι οι επαναστάτες, μέσα σε κραυγές και ξεφωνητά ταξίδεψαν για λίγο όλοι, μαζί με τον δεσμοφύλακά τους, στη ράχη του. «Αυτό είναι Τέχνη» σκέφτηκε ο κύριος Νικολάου, προλαβαίνοντας παραδόξως να αναλογιστεί την ομορφιά του πράγματος. Ριγώντας από συγκίνηση, γοητευμένος από την ίδια του τη σκέψη έκανε μερικές μπουρμπουλήθρες ακόμη πριν καταλήξει στον πάτο της θάλασσας δίπλα στον οργισμένο ιππέα και τους επαναστατημένους θησαυρούς του. 98