Το τέλος του κόσμου | Page 97

Το τέλος του κόσμου επανάστασης. Κάδρα είχαν κατέβει από τους τοίχους, βάζα κινέζικα, ευρωπαϊκά, λατινοαμερικάνικα, είχαν αυτονομηθεί. Ό,τι μέχρι τούδε με τη δική του φροντίδα είχε αποκτηθεί, τη στιγμή εκείνη κινούνταν κατά πάνω του. Το σπίτι του σύσσωμο τον έδιωχνε. Και αρχηγός όλων, πρώτος με το σπαθί υψωμένο να τον σημαδεύει, ο αναβάτης του βαρβάτου αλόγου πάνω στη σέλα, ευθυτενής και αγέρωχος. Εμπρός λοιπόν. Από καιρό περίμεναν τη μέρα που θα εμφανιζόταν ο σωτήρας τους, ο Σπάρτακος της σκλαβωμένης ομορφιάς, πρόθυμος να μπει μπροστά και να τη λευτερώσει απ’ τα δεσμά των εξήντα τετραγωνικών μαζί με το μπάνιο. Τα βιβλία με τις μικρογραφίες στις σελίδες τους ήταν τα πρώτα που απόκοτα ή φιλοσοφημένα –το ίδιο κάνει– κατεβήκανε απ’ τα ράφια τους και ανοίξανε απειλητικά δείχνοντας τις πιο περίτεχνες από τις ζωγραφιές τους στα γουρλωμένα μάτια του. Ποιος να περίμενε μια τέτοια αχαριστία. Πόσες φορές δεν τα ξεσκόνισε με προσοχή που άγγιζε την τρυφερότητα. Πόσες φορές δεν χάιδεψε τις σελίδες τους φορώντας τα ειδικά προστατευτικά γάντια. Μόνο μετά το ξέσπασμα των βιβλίων άρχισαν ένας ένας να κατεβαίνουν οι πίνακες από τους τοίχους. Και πρώτα εκείνοι που είτε κακοφωτισμένοι, είτε κρεμασμένοι σε κάποια άβολη γωνιά, είχαν καιρό να δουν το βλέμμα θαυμαστή να σταματάει πάνω τους. Τελευταίος ενώθηκε με τους υπόλοιπους επαναστάτες ο πίνακας ο κρεμασμένος στην πόρτα της τουαλέτας, ένας ναΐφ πενήντα επί πενήντα που απεικόνιζε νησιώτικο γάμο. Μπροστά η νύφη κι ο γαμπρός και πίσω ο κόσμος που σηκώθηκε από το γαμήλιο τραπέζι κι εκείνοι όλοι που χάζευαν από μακριά μέσα από βάρκες και βαρκάκια. Λαοθάλασσα που ξεχύθηκε γλιστρώντας κάτω από το μικρό άνοιγμα των δύο εκατοστών μεταξύ πόρτας και πατώματος για να ενωθεί με το υπόλοιπο πλήθος των οργισμένων επαναστατών. Την εύθυμη παρέα ακολούθησε με μεγάλη προθυμία ο Διόνυσος μαζί με δύο σάτυρους και τρεις νύμφες, αφού πρώτα τεντώθηκαν για να ξεμουδιάσουν από την αιώνια ακινησία στα πλευρά του αμφορέα. Δεν παρέλειψαν να κατεβάσουν από έναν κάνθαρο κόκκινο κρασάκι πριν θαρραλέα και χαρούμενα στραφούν μαζί με τους υπόλοιπους προς την έξοδο. Ο κύριος Νικολάου, στριμωγμένος πια για τα καλά, με σηκωμένα και τα δυο του χέρια σε στάση παράδοσης και με την πλάτη στην πόρτα, σαστισμένος από το παράδοξο της κατάστασης, ήταν ανίκανος να σκεφτεί ή να πράξει οτιδήποτε. Υποθέτω ότι περίμενε το γραφτό να 97