Το τέλος του κόσμου
Μάρθα Γαλατοπούλου
Η επανάσταση των αντικειμένων
Ο κύριος Νικολάου ήταν «πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του».
Ωστόσο αυτή ήταν μια σκέψη, μια έκφραση, που δεν μπορούσε στο
ελάχιστο να δηλώσει τον αναβρασμό στον οποίο είχε περιέλθει ο
εσωτερικός του κόσμος. Ένα μικρό big bang. Θρίαμβος. Μόλις είχε
αποκτήσει ένα άθλιο καρότσι με θησαυρούς που ευτυχώς συνάντησαν
αυτόν πριν η τύχη θελήσει να τους δει κάποιος ειδικός. Ολόκληρο το
πήρε για μερικά χαρτονομίσματα επιτόπου. Τα μάτια του ανίδεου
πωλητή έλαμψαν από ένα μίγμα απορίας, ευτυχίας και υποψίας.
Φρόντισε αμέσως να απομακρυνθεί από τον τόπο του εγκλήματος πριν
να είναι αργά.
Τώρα, όρθιος μπροστά στο απόκτημά του αξιολογούσε το μέγεθος της
τύχης του. Ήταν χίλια τα εκατό αυθεντικός. Χάιδεψε με το βλέμμα τις
παχιές πινελιές ζωηρού χρώματος, τα στιλπνά μεριά του αλόγου, την
μπέρτα του αναβάτη που ανέμιζε. Ο χαμένος πίνακας δεν ήταν μύθος και
δεν ήταν πια χαμένος. Μόλις είχε βρεθεί. Η έξαψή του ήταν τόση που δεν
μπορούσε να καθίσει. Για κάμποση ώρα έμεινε ασάλευτος. Τρυφερό
βλέμμα, τρυφερό χέρι. Πού να τοποθετήσει αυτό το αριστούργημα; Το
σπίτι του έβριθε αριστουργημάτων. Σαν αυτό όμως κανένα. Έπρεπε να
κάνει χώρο. Ίσως να άδειαζε το σαλόνι και να τον τοποθετούσε στον ένα
τοίχο, μόνο του, εκτεθειμένο στη διάθεση για θαυμασμό των
επισκεπτών. Το σπίτι του βέβαια ήταν ένα μικρό μουσείο. Μόνο που
λόγω του περιορισμένου χώρου ήταν ένα μουσείο κάπως πιο γεμάτο από
το επιτρεπτό.
Δεν είναι παράδοξο ένας καβαλάρης να πηδά από το κάδρο και να
στέκεται αγέρωχος στο σαλόνι σου; Κι αν είναι αυτό παράδοξο, πόσο πιο
παράδοξο μπορεί να είναι αυτό που ακολούθησε; Θα τα διηγηθώ όλα με
λεπτομέρειες γιατί είναι πράγματα που εύκολα μπορεί ο καθένας να
αμφισβητήσει.
Ο κύριος Νικολάου δεν θα μπορούσε να πει πόση ώρα είχε περάσει μετά
το παραλήρημα ευτυχίας. Το σίγουρο είναι πως βρέθηκε στη μέση μιας
96