Το τέλος του κόσμου | Page 92

Το τέλος του κόσμου Δημήτρης Μαργαρίτης Τη βραδιά που ανδρώθηκε, το φως του φεγγαριού έμπαινε άπλετο μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο, στο ημισκοτεινό δωμάτιο του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας. Το παιδί ήταν έτοιμο να κοιμηθεί. Δεν ήταν παιδί. Ήταν στην κόψη της μεταμόρφωσης, με λίγες τριχούλες να προσπαθούν να σχηματίσουν ένα χνούδι που το καμάρωνε και το έλεγε μουστάκι. Ξάπλωσε για πρώτη φορά στη ζωή του στο κρεββάτι του, αδιαμαρτύρητα. Δεν είχε γκρεμίσει κανένας φούρνος. Απλά αυτή θα ήταν η πρώτη βραδιά που θα κοιμόταν, επιτέλους, πάνω στα ολοκαίνουργια σεντόνια του Σούπερμαν. Ήτανε δώρο από τη θεία που ζούσε στην Αμερική. Ο ίδιος ο Σούπερμαν, αυτοπροσώπως, είχε έρθει, λέει, πετώντας στον τελευταίο όροφο του κτιρίου που κατοικούσε η θεία, είχε σταθεί στο περβάζι χωρίς ίχνος υψοφοβίας, αφού τα κτίρια στην Αμερική δεν έχουν μπαλκόνια με κάγκελα, και της τα είχε αφήσει για τα ανίψια στην Ελλάδα. Ήταν σεντόνια άριστης ποιότητας. Γαλάζια, αφού το φόντο ήταν ο ουρανός. Σε κάποιο σημείο κεντρικό ήταν αποτυπωμένοι οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης και μπροστά τους σε πρώτο πλάνο ήταν ο αγαπημένος ήρωας, με τη γροθιά τεταμένη για να του δίνει ταχύτητα στο πέταγμα. Από το δρόμο, έξω απ’ το μισόκλειστο παράθυρο του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας, ακούγονταν τα αυτοκίνητα και οι κόρνες που έπαιζαν ένα νανουριστικό μοτίβο, ενώ στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε η μυρωδιά, από μια συστάδα ψευτοδάφνες, που είχε φυτέψει ο Δήμος στη νησίδα πεζοδρομίου. Μια αμφιλεγόμενη μυρωδιά, στυφή και συνάμα υπόξινη. *** «Έχω ένα όνειρο», είπε μόλις αντιλήφθηκε το προσεκτικό άνοιγμα της πόρτας. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο και στο κέντρο υπήρχε ένα οβάλ γραφείο. Αυτός καθότανε γυρισμένος με πλάτη στην πόρτα που άνοιξε, κοιτώντας με αυτοπεποίθηση έξω από τις τεράστιες τζαμαρίες, τη θέα του Σέντραλ Παρκ με τους ουρανοξύστες. Ακριβώς μπροστά από το γραφείο υπήρχε 92