Το τέλος του κόσμου | Page 74

Το τέλος του κόσμου Αγγελική Χαλίμ Το ήξερα πως ήρθε η ώρα. Μέρες το σκεφτόμουνα, πως δεν πήγαινε δηλαδή άλλο αυτή η κατάσταση, αισθανόμουν ολοένα και πιο εγκλωβισμένος εκεί μέσα. Ξέρω πως δεν μπήκα εδώ με τη θέληση μου, δεν μπορώ βέβαια να θυμηθώ και πότε μπήκα ακριβώς, αλλά θυμάμαι κάποια στιγμή να αναρωτιέμαι αν οι υπόλοιποι ξέρουν ότι είμαι εδώ μέσα και μάλιστα ζωντανός. Έβλεπα παντού σκοτάδι. Δεν ήξερα αν τα μάτια μου είναι ανοιχτά η κλειστά, δεν νομίζω όμως να είχε και καμία σημασία. Σε αυτό το αποπνικτικό μέρος δεν μπορούσα καθόλου να αναπνεύσω, σαν να ήταν κάτι ακριβώς πάνω από το πρόσωπο μου. Ένιωσα αρκετές φορές την επιθυμία να αγγίξω το στήθος να ακούσω την αναπνοή μου, αλλά ήταν τόσο στριμωχτά που τα χέρια μου έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί δίπλα στα πόδια μου. Άκουσα φωνές και ομιλίες. Χτύπησα ελαφρά το τοίχωμα με το πόδι -όσο μπορούσα να το σηκώσω- και άκουσα κάποιον να γελάει. Ένα γέλιο γνώριμο. Ξαναχτυπήσα μα αντί για απάντηση, άρχισα να κουνιέμαι. Με μετακινούν. Πού με πηγαίνουν άραγε; Κανένας δεν με άκουγε και η ανησυχία μου μεταμορφώθηκε σε απελπισία. Κι εκεί, που είχα παραιτηθεί, που πίστευα πως θα μείνω για πάντα σε αυτό το μόνιμο σκοτάδι, ένιωσα ξαφνικά έναν διάχυτο πόνο, πράγμα περίεργο γιατί ως τώρα δεν ένιωθα τίποτα. Μια δέσμη φωτός εμφανίστηκε από το πουθενά, που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβήθηκα. Αυτό το φως ολοένα και με πλησίαζε, ή μήπως εγώ το πλησίαζα; Λευκές φιγούρες μπροστά μου με κοίταζαν. 74