Το τέλος του κόσμου | Page 70

Το τέλος του κόσμου άνοιξε και η Βίβιαν Λη κόντεψε να αρχίσει να κλαψουρίζει όταν σκέφτηκε τι θα μπορούσε να αντικρύσει. Έτρεμε λιγάκι και έσφιγγε δυνατά το υπηρεσιακό της περίστροφο, όταν πάτησε το πόδι της σε έναν λευκό διάδρομο φωτισμένο από μια περίεργη πηγή φωτός που έδινε ένα σχεδόν χρυσαφί ζεστό χρώμα στον χώρο. Σχεδόν από το πουθενά άνοιξε μια πόρτα της οποίας τα συρόμενα φύλλα δεν μπόρεσε να δει που χώθηκαν, κι εκεί τον είδε. Καθισμένο πάνω σε έναν μαύρο θρόνο από υλικό που έμοιαζε με βινύλιο, παγωμένη από την κατάπληξη, μην μπορώντας να αρθρώσει κουβέντα, αντίκρισε τον Ντέϊβιντ Μπάουϊ. Είχε εκείνα τα κόκκινα μαλλιά κουρεμένα σε στυλ πανκ με ένα μπλε και ένα πράσινο μάτι στο χλωμό λεπτό πρόσωπο και την γνωστή τρίχρωμη μπλε κόκκινη και μαύρη αστραπή που άρχιζε από το μέτωπο, διέσχιζε το δεξί μάτι και κατέληγε στο οστεώδες σαγόνι. Φόραγε μία ολόσωμη ριγέ στολή με μπλε, χρυσές, πορτοκαλί και πορφυρές ρίγες, με έναν τεράστιο γιακά που κάλυπτε όλο τον λαιμό και έφτανε ως το πίσω μέρος του σβέρκου του. Στους ώμους είχε δύο τεράστιες βάτες αλλά κατά τα άλλα ήταν θεόστενη ως τους αστράγαλους. Πάνω από τα πανκ κόκκινα μαλλιά δέσποζε ένα φωτοστέφανο που ιρίδιζε αχνά σαν αυτό του Ιησού Χριστού. «Ζ-Ζ-Ζίγκυ», κατάφερε να ψελλίσει και έπεσε στα γόνατα. Μπροστά της καθόταν το είδωλο της εφηβείας της, ο ροκ σταρ που την νανούριζε με αστρογεννημένες μελωδίες, ο άνθρωπος που την έκανε να κλαίει χωρίς λόγο όπως άλλωστε όλοι οι μεγάλοι έρωτες, ο άντρας που την έμαθε ότι το ροκ μπορεί και να ισοδυναμεί με αγάπη. «Βασικά με λένε Ζάϊον127 αλλά αν σε βολεύει το Ζίγκυ δεν υπάρχει πρόβλημα», της είπε με άνετο ύφος και ηλεκτρική φωνή σαν να την ήξερε πολλά χρόνια. «Τι εννοείς;», ρώτησε κατάπληκτη. «Δεν είσαι ο Ντέϊβιντ Μπάουϊ;» «Εεε λοιπόν μπορείς να πεις ότι του μοιάζω λιγάκι, αλλά στον πλανήτη Ωμέγα είναι συνηθισμένο αυτό το στυλ. Αν θες να ξέρεις εμείς στείλαμε τον Ντέϊβιντ στην γη. Σας χρειαζόταν κάτι τέτοιο». «Εμένα μου λες;», ψιθύρισε η Βίβιαν. «Όπως και τον Τζιμ Μόρρισον και τον Ιησού Χριστό και τον Σιντάρτα – εσείς τον λέτε Βούδα», συνέχισε ακάθεκτος ο Ζάϊον127, «καθώς και 70