Το τέλος του κόσμου | Page 59

Το τέλος του κόσμου Νεφέλη Πόπη Ζάνη Ένα κοριτσάκι με κόκκινα γυαλιστερά παπούτσια, τα φορούσε κάθε Κυριακή και περίμενε να την πάει βόλτα ο πατέρας. Καθισμένη στο πλατύσκαλο περίμενε κοιτάζοντας στον ορίζοντα, «πότε θα έρθει μαμά;». Νύχτωνε, το περιμάζευε η μάνα του, «έχει δουλειά ο μπαμπάς, έλα, την άλλη Κυριακή θα έρθει». Μια γυναίκα με κόκκινες γυαλιστερές γόβες τις φορούσε κάθε Κυριακή και δεν περίμενε να την πάει βόλτα κανείς. Πήγαινε μόνη της. Νύχτωνε και δεν την περιμάζευε κανείς. Γυρνούσε σπίτι μόνη. Κάθε τέλος μια αρχή. Όχι πάντα. Το τέλος του κόσμου το ζούσε κάθε Κυριακή. Είχε χρώμα κόκκινο σαν τα παπούτσια της. Είχε χρώμα μαύρο σαν την σκιά του πατέρα που αχνοφαινόταν και ποτέ δεν την έφτασε. Δεν μπορούσε; Δεν ήθελε; Ποτέ δεν έμαθε. Μόνο ετούτο έμαθε. Πώς νιώθει μια ψυχή όταν έρχεται το τέλος του κόσμου. Στην αρχή κλαίει, φοβάται, τρομάζει με το παραμικρό. Μετά θυμώνει, σκληραίνει, παγώνει και παύει να φοβάται. Έσχατο σημείο. Τέλος. 59