Το τέλος του κόσμου | Page 49

Το τέλος του κόσμου Κωνσταντίνα Σπάλα Σαν κάποτε να φύσηξε αέρας αλλιώτικος των ημερών που έφυγαν. Έτσι, που η θάλασσα αγρίεψε και αντάριασαν τα κύματα. Θολά νερά που πλάκωσαν τα παρατημένα βότσαλα του γιαλού. Ήταν τότε που ο ήλιος βυθίστηκε στο υπέρλαμπρο του δειλινού φεγγάρι κι έμοιαζε ο ουρανός πύρινη λάβα που ξεχύθηκε να κάψει όλη την πλάση. Μαγεμένη κι εσύ, μορφή του δειλινού που έκαιγε, έσπειρες με τα χέρια σου αγάπη δυνατή, τόση που σείστηκε η γη. Κανείς δε σε είδε, κανείς δε σε άκουσε να λούζεσαι με δάκρυ, μόνο σαν σβήστηκε ο ίσκιος σου απ’ το βαθύ σκοτάδι, μόνο τότε, άγγελοι και δαίμονες άνοιξαν πόλεμο βαρύ. Πολέμησαν αναίμακτα με μόνο όπλο τη συνείδηση. Εισχώρησαν σε ανθρώπινα μυαλά, σε αιμάτινες καρδιές παιδιών. Δεν ήταν της αγάπης ανημπόρια, μονάχα ήταν της ματαιοδοξίας το σημάδι. Κάποτε επέστρεψε η παραδείσια αφορμή, Κάποτε έγνεψε ο άντρας στη γυναίκα, κι εκείνη σώπασε. Το μήλο ανέγγιχτο στου παραδείσου το δέντρο να θυμίζει πως το προπατορικό αμάρτημα είχε αφοπλιστεί. 49