Το τέλος του κόσμου | Page 38

Το τέλος του κόσμου ψηλά δέντρα και τα χόρτα για το τι θα συναντήσει την επόμενη στιγμή. Κι εκείνος έτρεχε. Έτρεχε με το μυαλό και την ψυχή του να είναι αλλού, μοιάζοντας κυνηγημένος από τον φόβο και την ελπίδα. Κι αυτό γιατί πίστευε πως όσο γρηγορότερα θα έφτανε σπίτι του, τούτη η καταραμένη μέρα θα έληγε δίχως να του αφήσει καμία μα καμία πληγή… Αισθάνθηκε δυο χέρια να την τυλίγουν, δάκρυα να στάζουν πάνω της και δυο χείλη να φωνάζουν τ’ όνομά της μοιρολογώντας. Τόσο γνώριμη τούτη η φωνή… Τόσο αγαπημένη… Έκανε να του απαντήσει μα δεν είχε απομείνει άλλη δύναμη μέσα της. Τότε ήταν που ένιωσε πως ανάμεσά τους υπήρχε και μία ακόμη αόρατη παρουσία. Κάτι απροσδιόριστα οικείο που ψιθύριζε στοργικά στο μυαλό της ότι αν αφεθεί θα πετάξει μακριά από τον πόνο. Μα τούτη έμενε ακόμη γαντζωμένη στη ζωή παίρνοντας ανάσες από την αγάπη του. Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει άραγε δίχως το καρδιοχτύπι, το φιλί, το χαμόγελο, το βλέμμα του; Σύντομα τα πάντα άρχισαν να μοιάζουν σαν ένα δυσβάσταχτο βάρος στη ψυχή της. Φάνταζε πια τόσο δύσκολο και ακατόρθωτο ακόμη και το να κρατήσει τα βλέφαρά της ανοιχτά. Ούτε κατάλαβε πότε την τύλιξε εκείνο το εκτυφλωτικό λευκό φως της χαρμολύπης. Ένιωσε σύντομα ελεύθερη και μόνη, λυτρωμένη μα και ξέπνοη. Τόσο εξαντλημένη που θαρρείς και είχε φτάσει ίσαμε εκεί περπατώντας μέχρι το τέλος του κόσμου… 38