Το τέλος του κόσμου
Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Κοιτούσε τον ουρανό ακίνητη, ξαπλωμένη στην απαλή αγκαλιά πλήθους
πολύχρωμων λουλουδιών που ευωδίαζαν τόσο δυνατά κάνοντάς την
αυθόρμητα να ξαναζεί την παιδική της ηλικία. Σε άλλη περίπτωση θα
ήταν τόσο ευτυχισμένη που θ’ αφηνόταν αμέριμνη ν’ απολαύσει τούτη
την γλυκιά αίσθηση, μα τώρα η έγνοια της έστεκε μονάχα μία: Πως δε
πρόλαβε…
Ήταν τα γενέθλιά του και σκόπευε να του κάνει ένα ξεχωριστό δώρο μιας
και γνώριζε πόσο του άρεσαν τα λουλούδια. Ωστόσο κάθε τέτοια μέρα
συνήθιζε να είναι πάντα κατσούφης, απλησίαστος και σκεφτικός. Πόσο
ήθελε να διώξει αυτά τα μαύρα σύννεφα από πάνω του!
Βλέποντάς τον κάποιος τρίτος θα πίστευε πως σίγουρα κουβαλούσε ένα
δυσβάσταχτο βάρος που του έκλεβε την ανάσα, του κατέστρεφε τη ζωή,
τον έπνιγε. Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Όπως της είχε εκμυστηρευτεί απ’
όταν ήταν μικρά, τον τρομοκρατούσε όσο τίποτε αυτή η μέρα του
χρόνου. Έφταιγε η ζητιάνα τσιγγάνα που όταν την έδιωξε με τη βία η
μάνα του από το σπιτικό τους, τους καταράστηκε λέγοντας πως «Εύχομαι
στο παιδί σου να χάσει στα γενέθλιά του ότι έχει πιο πολύτιμο στη ζωή
του».
Βέβαια πέρασαν κοντά δυόμιση δεκαετίες από τότε και τίποτε κακό δεν
του είχε συμβεί ως τώρα, -αν εξαιρέσεις βέβαια το γεγονός πως όταν
βρισκόταν στην ηλικία των δέκα είχε χαθεί όλος τυχαίος από το σπιτικό
τους ο σκύλος του.
Όπως και να ‘χε, ο φόβος είχε γίνει ένα με το δέρμα, τις σκέψεις, την
αναπνοή του και ερχόταν πάντοτε στην επιφάνια την ημέρα των
γενεθλίων του.
Και τώρα η γυναίκα του η Άννα κείτονταν εκεί: Στο χωράφι που είχε
ζηλέψει τα όμορφα λουλούδια και θέλησε να του μαζέψει μια αγκαλιά
από δαύτα για δώρο.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε προσέξει το αμάξι που ερχόταν με μεγάλη
ταχύτητα από πίσω της. Πρόκειται άλλωστε από εκείνους τους δρόμους
με τις επικίνδυνες στροφές που ο οδηγός δεν έχει ορατότητα από τα
37