Το τέλος του κόσμου
«Νόμιζα ότι η τρύπα ήταν το πρόβλημα».
Με έπιασε στα χέρια του και με φίλησε.
«Όπως είπες, χωρίς ουσία δεν υπάρχει απουσία».
«Έτσι είπα;» γέλασα.
Φίλησε το μέτωπό μου.
«Κάπως έτσι».
Μείναμε για λίγη ώρα αγκαλιασμένοι μπροστά στο ημερολόγιο, τα μάτια
μας εστιασμένα στην ίδια ημερομηνία.
«Ξέρεις», έσπασε τη σιωπή, «αν θέλεις παραπάνω χρόνο δεν είναι
πρόβλημα. Πάντα εκεί θα είναι ο κόσμος, το τέλος μπορεί να ξεκινήσει
όποια στιγμή θες».
«Χμ… Δεν ξέρω. Αν σκέφτομαι έτσι δεν θα το κάνω ποτέ. Έτσι καταλήγεις
με ατέλειωτές δουλειές χρόνια μετά. Πόσα χρόνια είναι να φτιάξεις το
σπίτι του σκύλου;»
«Δεν το χρειάζεται πλέον».
«Αν το είχες κάνει στην ώρα του, θα τον είχες προλάβει πριν πεθάνει».
«Άρα αν αναβάλεις το τέλος του κόσμου μπορεί να τελειώσει πριν πάρεις
απόφαση».
«Ναι, αλλά εντωμεταξύ θα το έχω βάρος».
«Ναι, ο κόσμος είναι βάρος».
«Ειδικά όταν κουβαλάς το βάρος του στους ώμους σου».
«Δεν στο ζήτησε κανείς».
«Έλα με ξέρεις, έχω αίσθηση κοινωνικής ευθύνης».
Έκρυψε το πρόσωπό του ανάμεσα στον λαιμό και στον ώμο μου.
«Για σένα δεν είπες το κάνεις;»
«Ναι. Αλλά μερικές φορές αυτό που είναι καλό για μας είναι καλό για
όλους».
«Όχι πάντα».
185