Το τέλος του κόσμου | Page 149

Το τέλος του κόσμου του πολέμου, απ’ ότι κατάλαβα από τη βάρβαρη γλώσσα που άκουσα στο βάθος “Mach Weiter”. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή μου είπε δώσε μου το χέρι σου. Με τράβηξε στο βαγόνι και με καλοσύνη με έβαλε να καθίσω. “Ο Άντριεν τη ρώτησα; Καθόταν δίπλα μου”. “Δεν ξέρω ποιος είναι. Λογικά θα είναι καλά”, μου είπε. Έρχομαι Μαρί. Το μόνο που εύχομαι πλέον είναι μια ζωή όπου θα μπορώ να βλέπω μέσα από εσένα αυτήν εδώ. Θα είσαι πλέον τα μάτια μου. Μου είχες πει μαζί θα ζήσουμε! Στο άγριο σκοτάδι του πολέμου, καθώς έρχεσαι αντιμέτωπος με το θάνατο, η «ματιά», η μόνη σωτηρία, εσύ αγαπημένη μου σε κάθε αντίο των πράσινων ματιών σου στο σιδηροδρομικό σταθμό, στην εξώπορτα του σπιτιού μας, στο νυχτερινό παιχνίδι του ύπνου. Αυτή η «ματιά», που συνδέει το μάτι με την ψυχή μας, σαν άλλο οπτικό νεύρο, είναι ένα κόκκινο κουβάρι που μέσα στο απέραντο σκοτάδι του χωματένιου στήθους μου, παλεύω μανιωδώς να βρω, να γραπώσω, για να βγω από το σπήλαιο του θανάτου. Θα βγω; Θα ξαναδώ τα μάτια σου; Ζω σε μία κρίσιμη στιγμή της υπάρξεως μου, ενός κόσμου που γκρεμίζεται κι ενός άλλου που ακόμα δεν έχει γεννηθεί. Ο πόλεμος που θα τελειώσει τον πόλεμο, είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Η ανώτερη αρετή σε κάθε σφύριγμα του διοικητή καθώς καβαλάμε τα συρματοπλέγματα της πρώτης γραμμής, δεν είναι άλλη παρά να μάχεσαι για την ελευθερία. Μα εγώ αγαπημένη μου δεν βλέπω την ελευθερία στο σπήλαιο που βρίσκομαι. Μόνο μια χούφτα τριών γενεών πρωτόγονων ανθρώπων, στοιβαγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο κολλητά, μέσα στη βροχή και τη λάσπη. Ήμουν τίμιος άνθρωπος πριν από τον πόλεμο, τώρα ήρθα εδώ για να σκοτώσω και να σκοτωθώ. Κάθε φορά που καταφέρνω να βρω το κόκκινο κουβάρι και το ακολουθώ, η «ματιά» με φέρνει αντιμέτωπο με τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Φωνές, ουρλιαχτά, οβίδες και λάσπη. Κι εγώ χωμένος μέσα στη γη, μέσα σ’ ένα αδιάκοπο πεδίο μάχης με παράλληλες γραμμές και απειράριθμά ορύγματα. Η γη! Πλημμυρισμένη από νερά, νερόλακκοί, μεγάλες τρύπες σα χωνιά και συρματοπλέγματα. Τι είναι ο πόλεμος; Ένα δίκτυο χιλιομέτρων, με σακιά νεκρών ψυχών να τα ποδοπατούν άλλα σακιά μελλοθάνατων ψυχών. Παντού θωρώ σακιά. 149