Το τέλος του κόσμου | Page 148

Το τέλος του κόσμου “Παρντόν καμαράντ, μπορείς να πας λίγο δεξιά για να καθίσω και εγώ”, άκουσα μια ξεψυχισμένη αντρική φωνή να μου λέει. Σήκωσα το κεφάλι μου, δεν του απάντησα, παρά έσυρα το κορμί μου μερικά εκατοστά δεξιά. “Μερσί”. Ξαφνικά ένιωσα ένα βάρος στην αριστερή πλευρά του σώματος μου. Ένιωσα ένα σακί με χώμα αφημένω να ακουμπάει επάνω μου, λες και ήμουν και εγώ σακί. Ο άντρας που καθόταν δίπλα μου έγειρε ολάκερος επάνω μου. Ένιωθα πως έσβηνε. Έβηχε και έφτυνε συνέχεια και κάθε φτύσιμο του έμοιαζε σαν να ξεριζώνουν κάτι από μέσα του. “Άντριεν”, μου φώναξε. “Ξέρεις πότε θα φύγουμε;” Όχι του απάντησα. Μα δεν άντεχα να τον ακούω να βήχει και να φτύνει, μέσα στο αυτί μου. Τον ένιωθα που πεθαίνει. Προσπάθησα να τον κάνω να σταματήσει να βήχει και τον έπιασα χωρατά. Μα μετά από δύο κουβέντες δεν άλλαξε τίποτα. Μονάχα μου είπε “αποφάσισαν για την τύχη μου δίχως να ζητούν τη γνώμη μου. Ανάθεμα τους του Μπαζέν!!” “Καμαράντ” του είπα. “Θα με βοηθήσεις να γράψω ένα γράμμα για να ενημερώσω ότι φτάνω”. Ήξερα πως δεν είχε κουράγιο ούτε να σταθεί και εγώ του ζητούσα να μου γράψει και γράμμα. Μα να πω την αλήθεια, δεν άντεχα να τον ακούω να φτύνει αίμα. Ήθελα να σιωπήσει. Σαν γράψαμε το γράμμα δεν ξαναμιλήσαμε. Πρέπει να κοιμήθηκε γιατί έπαψε πια να βήχει και να φτύνει τα σωθικά του. Ήμουν πλέον ένας στρατιώτης που μυρμηγκιάζει στα πλακόστρωτα ενός σταθμού και σκεφτόμουν την ημέρα που με το κόκκινο παλτό σου μου έδινες χίλια φιλιά και εγώ ταυτόχρονα λαχταρούσα να σφίξω τον ώμο σου πάνω από το κόκκινο παλτό σου. Σκεφτόμουν τις βόλτες μας στη γέφυρα των Τεχνών, τα χάδια σου καθώς καθόμασταν στο μικρό κήπο του Βερ – Γκαλάν και τα μαγαζάκια καθώς ανεβαίναμε την οδό Ντοφίν για να επιστρέψουμε στο σπιτικό μας. Η σφυρίχτρα του αξιωματικού “κάλπασε”. Κρίμα, γιατί το βράδυ είχε κυριεύσει το σταθμό μια μελαγχολική ανακωχή. “Ήρθε η ώρα να φύγουμε”, άκουσα να λένε δίπλα μου κάποιοι καμαράντ. Σηκωθήκαμε, στολιστήκαμε σαν γαμπροί για να φαινόμαστε όμορφοι και ζωντανοί για εσάς όταν μας δείτε. Δεν θέλω να κλάψεις όταν με δεις. Από τη μία πλατφόρμα του σταθμού επιβιβάζονταν οι καλοί δολοφόνοι του πολέμου. Από την άλλη αποβιβάζονταν στα κρυφά οι κακοί άγριοι 148