Το τέλος του κόσμου | Page 14

Το τέλος του κόσμου Μαρία-Αλίκη Κουτσούκου Στεκόταν στον φάρο και έβλεπε το ηλιοβασίλεμα. Έβλεπε τον ήλιο να βυθίζεται αργά μέσα στο πέλαγος. Εκεί είχε βρεθεί πρώτη φορά πριν από πέντε χρόνια. Το τέλος του Κόσμου, έτσι το έλεγαν εκείνο το σημείο στο νησί. Ενωνόταν η θάλασσα με τον ουρανό και πήγαιναν εκεί οι απελπισμένοι και οι ερωτευμένοι, οι αλλόφρονες και αυτοί που ήταν καταδικασμένοι από τη μοίρα. Τον εαυτό της δεν ήξερε πώς να τον κατηγοριοποιήσει, όσο κι αν ήταν παθιασμένη με τα πάντα να είναι σε απόλυτη τάξη. Τον είχε γνωρίσει πριν από πέντε χρόνια. Είχε έρθει ναυτικός στο νησί και από την πρώτη στιγμή που τον είδε στο λιμάνι τον κορόιδευε. Άρεσε στις φίλες της αλλά για εκείνη ήταν παντελώς αδιάφορος. Όσοι της άρεσαν ήταν στο όριο του νάρκισσου και αυτός ήταν μόνον ένας ναυτικός που πάτησε το πόδι του στο νησί μια Τετάρτη πρωί. Αυτός ο απλός ναυτικός που έφτασε για μια εβδομάδα και κατέληξε να ζει στο ίδιο σπίτι τα τελευταία πέντε χρόνια. Στην αρχή εκείνος είχε καταλάβει ότι αυτή αδιαφορούσε και έκανε τα πάντα. Εκείνη του μίλαγε αλλά δεν ενέδωσε. Πιο πολύ τον λυπόταν που προσπαθούσε τόσο, παρά τίποτα περισσότερο. Αλλά η λύπηση την έκανε να τον ερωτευτεί και ένα βράδυ έδωσε το πρώτο της φιλί εδώ σ’ αυτόν τον φάρο που στεκόταν τώρα. «Θα με αγαπάς;» τον ρώτησε. «Μια ζωή. Μέχρι να δεις τον ήλιο ξανά να δύει μέσα στα κύματα». «Μα αυτό γίνεται κάθε ημέρα. Σιγά την αγάπη». «Ωραία. Θα σ’ αγαπάω μέχρι να έρθει η στιγμή που θα δύσει ο ήλιος στα κύματα κι εγώ δεν θα είμαι δίπλα σου». «Α! Θα πεθάνεις; Αυτό μου λες; Έχεις πρόθεση να σε φάνε τα κύματα;» «Όχι. Αφού θα κάτσω να ζήσω μαζί σου». Ο ναυτικός από μεγάλος και τρανός έγινε ψαράς. Τη θάλασσα δεν την αποχωριζόταν και εκείνη από την πλευρά της έραβε και κάπως έτσι τα έφερναν πέρα. Αλλά ο ναυτικός είχε ένα συνήθειο. Μετά το βραδινό 14